Ειδήσεις
Home / Top Slider / Ιχθυοκαλλιέργεια: Διπλασιασμός της παραγωγής μέχρι το 2030

Ιχθυοκαλλιέργεια: Διπλασιασμός της παραγωγής μέχρι το 2030

Διπλασιασμό της παραγωγής ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, προβλέπει το αναπτυξιακό πρόγραμμα που ο κλάδος θέλει να ακολουθήσει μέχρι το 2030. Ο όγκος της παραγωγής αναμένεται να φτάσει σχεδόν στους 235.000 τόνους, αξίας 1,2 δισ. ευρώ.

Την τελευταία πενταετία ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα κυμαίνεται στο 4% και είναι αρκετά υψηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό και ελαφρά χαμηλότερος από τον διεθνή. Το 2014 σημειώθηκε μείωση 2% σε σχέση με το 2013, όταν η συνολική παραγωγή ανήλθε σε 144.595 τόνους αξίας 681.580 εκατ. ευρώ, ενώ το 2015 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού εκτιμάται πως θα παρουσιάσει μείωση 2,5% και θα κυμανθεί στους 110.000 τόνους.

Αυτά αναφέρονται μεταξύ άλλων, στην ετήσια έκθεση του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), η οποία εκδίδεται για πρώτη φορά και αφορά μια απολογιστική έκθεση για την υδατοκαλλιέργεια, όπου αποτυπώνεται η κατάσταση του κλάδου.

Σημειώνεται ότι σήμερα ο κλάδος δημιουργεί 12.000 θέσεις άμεσης και έμμεσης εργασίας κυρίως σε παράκτιες περιοχές.

Τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας αποτελούν το 87% των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας που παράγονται στην χώρα, ενώ η εκτροφή τσιπούρας και λαβρακιού αποτελεί το 98% των εκτρεφόμενων ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας.

Οι εξαγωγές του κλάδου το 2014 εκτιμώνται σε 87.161 τόνους εκ των οποίων το 93% διοχετεύτηκε σε αγορές της Ε.Ε., ενώ τα ψάρια και τα αλιευτικά προϊόντα αποτελούν τον πρώτο εξαγωγικό κλάδο της χώρας.

 

Ελληνική υδατοκαλλιέργεια

Ο συνολικός όγκος παραγωγής το 2013 ανήλθε σε 144,59 χιλιάδες τόνους αξίας 681,58 εκ. ευρώ. Σε σχέση με το 2012 παρατηρείται αύξηση 5% ως προς τον όγκο και 9,3% ως προς την συνολική αξία της παραγωγής υδατοκαλλιέργειας.

H εκτροφή ψαριών ανήλθε συνολικά σε 127,09 χιλιάδες τόνους αξίας 674,25 εκατ. €. Σε σχέση με το 2012 αυξήθηκε 5,8% ως προς τον όγκο και 9,4% ως προς την αξία τους. Η παραγωγή οστρακοειδών διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα με το 2012 ως προς τον όγκο παραγωγής (17.500 τόνοι), αλλά παρουσίασε αύξηση 3% ως προς την αξία πωλήσεων.

Όσον αφορά στη διάρθρωση της παραγωγής, το 2013 η εκτροφή ψαριών σε θαλάσσια και εσωτερικά ύδατα αποτέλεσε με διαφορά την κυριότερη υδατοκαλλιεργητική δραστηριότητα στην Ελλάδα αφού αντιπροσωπεύει το 88% του όγκου και σχεδόν το 99% της αξίας παραγωγής της χώρας. Ακολουθεί η οστρακοκαλλιέργεια με 12% ως προς τον όγκο και 1% ως προς τη συνολική αξία παραγωγής της χώρας.

Εκτός από τα ψάρια και τα μύδια παράγονται σε πολύ μικρότερες ποσότητες χέλια, καρκινοειδή και υδρόβια φυτά τα οποία αποτελούν μόλις το 0,04% του όγκου και το 0,1% της αξίας παραγωγής υδατοκαλλιέργειας της χώρας.

 

Ιχθυοκαλλιέργεια

Από το 1981 που δημιουργήθηκαν οι πρώτες πειραματικές μονάδες, ο κλάδος έφτασε το 2014 να παράγει 113,000 τόνους τσιπούρας και λαβρακιού, διατηρώντας την πρωτιά για μια ακόμα χρονιά τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Αυτά τα δύο βασικά είδη αντιστοιχούν στο 98% του όγκου παραγωγής, ενώ σε μικρότερη κλίμακα (2%) εκτρέφονται μυτάκι, φαγκρί, λυθρίνι, κρανιός, συναγρίδα, σαργός, τόνος κ.ά.

Έτος αναφοράς αποτελεί το 2008 όπου στην Ελλάδα παρήχθησαν 140.000 τόνοι ψαριών. Από το 2008 έως και σήμερα ο κλάδος καλείται να αντιμετωπίσει μια εξωγενή χρηματοοικονομική κρίση σε συνθήκες ακόμα πιο έντονου διεθνούς ανταγωνισμού και κυρίως σε συνθήκες ασφυκτικής ρευστότητας λόγω του συσσωρευμένου δανεισμού που δημιουργήθηκε από την προηγούμενη κρίση και την μη πρόσβαση στο δανεισμό. Η κρίση αυτή αναμένεται να οδηγήσει στην εξυγίανση και στην ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση του κλάδου.

Σήμερα δραστηριοποιούνται 63 επιχειρήσεις με 366 μονάδες σε όλη την Ελλάδα. Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι οικογενειακές, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Υπάρχουν ωστόσο και μεγάλοι όμιλοι οι οποίοι έχουν καθετοποιημένες εταιρείες που εκτός από την εκτροφή ψαριών, παράγουν γόνο και τροφές, οι οποίες προμηθεύουν κυριώς με γόνο και άλλες εταιρείες εντός και εκτός Ελλάδας.

Οι τιμές το 2014 ήταν βελτιωμένες σε σχέση με το 2013 και για τα δύο είδη. Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας ανήλθε στα 4,88€/κιλό, αυξημένη κατά 19% σε σχέση με το 2013, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης ανήλθε στα 5,25€/κιλό, αυξημένη κατά 6% σε σχέση με το 2013. Η άνοδος των τιμών οφείλεται στην μείωση της προσφοράς και των δύο ειδών διεθνώς.

 

Νέα είδη

Τα νέα είδη αποτελούν περίπου το 2% του όγκου της παραγωγής θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας της χώρας. Το 2014 εκτιμάται ότι παρήχθησαν συνολικά περίπου 2.830 τόνοι, ήτοι 43% περισσότερο σε σχέση με το 2013. Από τα νέα είδη, ο κρανιός και το φαγκρί εμφανίζουν τις καλύτερες προοπτικές εμπορίας και για το λόγο αυτό έχουν την μεγαλύτερη παραγωγή. Το 2015 αναμένεται να διατηρηθεί η δυναμική στην παραγωγή των νέων ειδών.

Όσον αφορά στην αξία τους, το 2014 ανήλθε σε 256 εκατ. ευρώ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την τελευταία πενταετία η μέση τιμή ανά τόνο τροφής αυξήθηκε κατά 19,2%. Ωστόσο η μέση τιμή τροφής που καταναλώθηκε το 2014, διαμορφώθηκε στα 1.105 €/τόνο παρουσιάζοντας πτώση 3,5% σε σχέση με το 2013. Η πτώση αυτή οφείλεται στην πτώση των τιμών των πρώτων υλών. Το 2015 η μέση τιμή αναμένεται να κυμανθεί στα ίδια επίπεδα με το 2014.

Η μεσογειακή ιχθυοκαλλιέργεια χαρακτηρίζεται από έντονη εξωστρέφεια αφού διαχρονικά περίπου το 80% της παραγωγής εξάγεται και το υπόλοιπο 20% διατίθεται στην εγχώρια αγορά, το μέγεθος της οποίας κυμαίνεται μεταξύ 24.000 – 27.000 τόνους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τo 2014 η τσιπούρα και το λαβράκι εξήχθησαν σε 32 χώρες εντός και εκτός της Ε.Ε. Μακράν η μεγαλύτερη αγορά των Ελληνικών προϊόντων είναι η Ε.Ε. καθώς απορροφά πάνω από το 90% της παραγωγής, ένα μικρότερο ποσοστό εξάγεται στην Β. Αμερική (+/- 3%) και περίπου άλλο τόσο σε όλες τις άλλες τρίτες χώρες.

Οι κυριότερες αγορές της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ε.Ε. είναι παραδοσιακά οι Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία, καθώς απορροφούν πάνω από το 50% της ελληνικής παραγωγής.

Το 2014 χαρακτηρίζεται γενικότερα από μια πτωτική τάση των εξαγωγών η οποία ήταν και αναμενόμενη λόγω της αντίστοιχης μείωσης της Ελληνικής παραγωγής. Ωστόσο η μείωση των εξαγωγών αντισταθμίστηκε από τις βελτιωμένες τιμές και για τα δύο είδη στις περισσότερες αγορές γεγονός που ανέτρεψε το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί το 2013.

Έντονο προβληματισμό προκαλεί η αύξηση των μεριδίων του κύριου ανταγωνιστή της Ελλάδας, της Τουρκίας, σε όλες τις παραδοσιακές και νέες αγορές καθώς, οι κρατικές ενισχύσεις που λαμβάνουν οι Τούρκοι παραγωγοί, τους επιτρέπουν να διαθέτουν το προϊόν τους σε πολύ χαμηλότερες τιμές. Η πρακτική αυτή δημιουργεί συνθήκες άνισου ανταγωνισμού έναντι των ευρωπαίων παραγωγών.

Σε ορισμένες αγορές η διαφορά μπορεί να πλησιάσει ή και να ξεπεράσει το 1 ευρώ/κιλό.

To 2014 εκτιμάται ότι εξήχθησαν συνολικά 87.161 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού δηλαδή σχεδόν το 78% της παραγωγής. Το 93% των εξαγωγών πωλήθηκε σε χώρες της Ευρώπης, το 4% σε Η.Π.Α και Καναδά και το υπόλοιπο 3% στις υπόλοιπες χώρες.

 

Όραμα με ορίζοντα το 2030

Το 2012 ο ΣΕΘ επεξεργάστηκε με την Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Έρευνας και Καινοτομίας για την Υδατοκαλλιέργεια (EATiP), το όραμα ανάπτυξης του κλάδου με ορίζοντα το 2030. Στο πρόγραμμα αυτό προβλέπεται συνολική αύξηση της παραγωγής κατά 3,1% ετησίως και από 2,5 εκατ. τόνους που είναι σήμερα η ευρωπαϊκή παραγωγή αναμένεται να ανέλθει στους 4,5 εκατ. τόνους αλιευτικών προϊόντων.

Η αξία τους εκτιμάται σε περίπου 14 δισ. ευρώ και θα απασχολεί περίπου 150.000 άτομα. Όσον αφορά στα Μεσογειακά είδη (τσιπούρα και λαβράκι) προβλέπεται μέχρι το 2030 ετήσια αύξηση κατά μέσο όρο 4%, η οποία θα δώσει 305.000 τόνους παραγωγής επιπλέον, αξίας 1,5 δισ.

Για το σκοπό αυτό, θα χρειαστούν μόλις 2.000 εκτάρια στη θάλασσα και θα δημιουργηθούν περίπου 10.000 νέες θέσεις εργασίας.

Στην Ελλάδα, το αναπτυξιακό πρόγραμμα που ο κλάδος θέλει να ακολουθήσει μέχρι το 2030 προβλέπει διπλασιασμό την παραγωγής προκειμένου να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση και τον ανταγωνισμό, αλλά και να διατηρήσει την πρωτιά σε διεθνές επίπεδο. Ο όγκος της παραγωγής αναμένεται να φτάσει σχεδόν στους 235.000 τόνους, αξίας 1,2 δισ. ευρώ.

Η εξωστρέφεια του κλάδου θα ενισχυθεί περισσότερο (85% – 90%) και ο όγκος των εξαγωγών θα ξεπεράσει τους 200.000 τόνους με αξία σε πρώτη πώληση άνω του 1 δισ. ευρώ. Αναμένεται να δημιουργηθούν έως και 3.000 νέες θέσεις εργασίας.

Στόχο επίσης για τη διετία 2015 -2016 αποτελεί η αναγνώριση της Οργάνωσης Παραγωγών και η υλοποίηση του πρώτου πιλοτικού Σχεδίου Παραγωγής και Εμπορίας.

Ο στόχος για το 2015 είναι η αξιοποίηση κάθε μέσου για την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού στις αγορές της Ε.Ε., όπως π.χ. έκαναν και οι Ευρωπαίοι παραγωγοί πέστροφας. Παράλληλα η ίδρυση της οργάνωσης παραγωγών θα συμβάλει στην υλοποίηση συλλογικών δράσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου.