Ψυχολογικοί παράγοντες είναι αυτοί που υποκινούν τις περισσότερες φορές την αίσθηση της πείνας ή της δίψας στους κατοίκους των αναπτυγμένων χωρών. Όπως αναφέρεται σε μελέτη του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Τροφίμων (IFST), η αίσθηση της πείνας και της δίψας υποκινούν την κατανάλωση, ωστόσο οι ψυχολογικοί παράγοντες είναι αυτοί που θα καθορίσουν το τι θα φάμε ή θα πιούμε και κυρίως το πόσο (το μέγεθος της μερίδας). Οι περισσότεροι από αυτούς τους παράγοντες, οδηγούν τελικά σε αύξηση της κατανάλωσης.
Ενας από τους πιο ενδιαφέροντες παράγοντες σε σχέση με την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνουμε, είναι τα καταναλωτικά πρότυπα –το τι αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ως «κανονικό» να καταναλώσουμε, σε σχέση με το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας. Αυτό απεικονίζεται στο πόσες φορές θεωρούμε φυσιολογικό να φάμε τη μέρα, ποιες ώρες, τι ποσότητες και ποια είδη τροφών συμπεριλαμβάνουμε σε κάθε ένα από αυτά τα γεύματα.
Το περιβάλλον που βρισκόμαστε, αναφέρεται ότι παίζει επίσης σημαντικό ρόλο, καθώς πολλές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, δείχνουν ότι οι άνθρωποι τείνουν να καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες φαγητού, όταν στο χώρο που βρίσκονται ακούγεται μουσική ή υπάρχει ανοιχτή τηλεόραση.
Tη στιγμή που σε ολόκληρο τον κόσμο, τείνει να κυριαρχήσει η αντίληψη ότι η κακή υγεία σχετίζεται με την διατροφή, είναι πολύ σημαντικό να γίνουν αντιληπτές οι επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης στον αναπτυγμένο κόσμο. Αναφέρεται π.χ. ότι οι Ευρωπαίοι έχουν άμεση πρόσβαση και ικανότητα να αποκτήσουν και να επιλέξουν μέσα από μία μεγάλη γκάμα τροφίμων, ωστόσο υπάρχει μία σειρά από παράγοντες που καθορίζουν τι και πόσο θα καταναλώσουν.
Όπως αναφέρει η συντάκτρια της έκθεσης του IFST, Dr. Katherine Appleton: «Μόνο λίγοι από εμάς τρώμε επειδή πεινάμε. Τις περισσότερες φορές τρώμε ως αποτέλεσμα του πώς νιώθουμε, πώς σκεφτόμαστε ή ακόμα ως αποτέλεσμα του πού βρισκόμαστε και με ποιους. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ψυχολογικούς παράγοντες, μας κάνουν να τρώμε περισσότερο, από αυτό που και οι ίδιοι ξέρουμε ότι θα έπρεπε να φάμε».