H κατάσταση του κλάδου φρούτων και λαχανικών στο σύνολό της χαρακτηρίζεται από αρνητικά αποτελέσματα, οφειλόμενα σε διάφορες αιτίες, μεταξύ των οποίων είναι η ισχυρή πίεση από τις εισαγωγές από τρίτες χώρες και η αυξανόμενη εθνική προτίμηση των προϊόντων στις αγορές της ΕΕ.
Αυτό αναφέρει ο κ. Γεώργιος Πολυχρονάκης, ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit –Hellas, επισημαίνοντας ότι η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την μη διευκόλυνση της πρόσβασης των κοινοτικών προϊόντων σε νέες αγορές, λόγω και της μη ανάληψης πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Σύνδεσμος επαναλαμβάνει την ανάγκη αφ’ ενός για την αποτελεσματική πρόληψη των κρίσεων της αγοράς, ώστε να αποφευχθεί κρίση σαν την περσινή λόγω του Ρωσικού εμπάργκο, η οποία είχε αρνητική επίπτωση στις τιμές και αφ’ ετέρου για την ανάγκη ουσιαστικής μεταρρύθμισης των μέτρων διαχείρισης κρίσης που προβλέπεται από την ΚΟΑ για βελτίωση της αποτελεσματικότητας τους και της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος για τα φρούτα και τα λαχανικά.
Όπως αναφέρει ο κ. Πολυχρονάκης «θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα και να εγκριθούν πριν από την έναρξη της συγκομιδής της φετινής παραγωγής και εμπορικής τους περιόδου, το συντομότερο δυνατόν, στα πυρηνόκαρπα προκειμένου να αναπτυχθεί φυσιολογικά η διάθεσή τους.
Χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς να υιοθετήσει την πρότασή μας και να ζητήσει στην Διαχειριστική Επιτροπή Οπωροκηπευτικών της Ε.Ε την λήψη έκτακτων μέτρων».
Οι προτάσεις του Σύνδεσμου ήταν:
– Έκτακτα μέτρα στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ 1031/2014 και 1371/2014, ορίζοντας μέγιστο όγκο απόσυρσης για όλα τα προϊόντα από τις 15 Μαΐου και έως το τέλος του ρωσικού εμπάργκο.
– Αύξηση των μέγιστων όγκων απόσυρσης για τα νωπά οπωροκηπευτικά προϊόντα, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος παραγωγής τους.
Όπως αναφέρεται, τα μέτρα υποστήριξαν Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία και άλλες χώρες, ενώ η Επιτροπή δήλωσε ότι πάρει μέτρα όταν και εάν χρειασθεί.