ΑΡΘΡΟ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΒΕΠ & ΠΕΣΑ ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΡΚΙΔΗ
Η νέα Κυβέρνηση εμφανίζει μια καινούργια αντίληψη και εφαρμόζει ένα σύγχρονο μοντέλο διακυβέρνησης. Σε κυβερνητικές θέσεις, εκτός των εκλεγμένων βουλευτών, ο Πρωθυπουργός τοποθέτησε ανθρώπους με βαριά βιογραφικά και διοικητικά προσόντα. Σε 21 θέσεις Υπουργών και κυρίως υφυπουργών επελέγησαν πρόσωπα με εξαιρετικές σπουδές, με καλή επαγγελματική σταδιοδρομία και με κοινωνική πορεία. Οι περισσότεροι τους ονομάζουμε “εξωκοινοβουλευτικούς” ή απλά “τεχνοκράτες”.
Άλλοι πάλι τους βλέπουν με επιφύλαξη και ίσως κάποιοι πολιτευτές να τους αντιμετωπίζουν ως απειλή της πολιτικής τους καριέρας. Είναι θεμιτό ο καθένας να έχει τη δική του προσέγγιση. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν πρέπει να υποτιμάμε πολλούς και αξιόλογους πολιτικούς με ιστορία, γνώσεις, έργο και έντονη προσωπικότητα. Γνωρίζω άλλωστε αρκετούς τέως υπουργούς και βουλευτές που είναι εξίσου καλοί τεχνοκράτες και δικαίως υπουργοποιήθηκαν εκ νέου σε σημαντικά Υπουργεία. Θεωρώ μάλιστα πως την πολιτική ευθύνη ενός Υπουργείου είναι προτιμότερο να την έχει αιρετός. Θα πρέπει όμως να αποδεχθούμε ότι οι τεχνοκράτες δεν στερούνται κάποιας νομιμοποίησης για να συμμετέχουν σε υψηλόβαθμες θέσεις ευθύνης, ούτε φοβούνται να επιβάλουν δύσκολα μέτρα, επικαλούμενοι το πολιτικό κόστος. Εξετάζοντας μάλιστα το θέμα θεσμικά και ουσιαστικά, το πολίτευμά μας είναι κοινοβουλευτικό και άμεση νομιμοποίηση έχει η εκλεγμένη Βουλή.
Η Κυβέρνηση, που είναι η εκτελεστική εξουσία, αντλεί την νομιμοποίησή της από τη Βουλή και κύριος φορέας της εξουσίας της είναι ο Πρωθυπουργός, ο οποίος έχει τη λαϊκή εντολή. Η υπόλοιπη Κυβέρνηση, δεν απαιτείται να είναι αιρετή, αφού αρκεί η κοινοβουλευτική νομιμοποίηση, αλλά και η εμπιστοσύνη του Πρωθυπουργού. Είναι γεγονός ότι μέχρι σήμερα είχαμε συνηθίσει, ως επί το πλείστον, οι Υπουργοί να είναι βουλευτές. Αυτό ενισχύει βεβαίως την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, επειδή είναι αμέσως αιρετοί με σύμπτωση των δύο μεγάλων αξιωμάτων, αλλά χωρίς διάκριση των εξουσιών. Αυτή όμως η πρακτική πρόκειται για μία “συνήθεια” των πολιτικών αρχηγών και όχι για επιταγή του Συντάγματος. Ο Πρωθυπουργός μπορεί να διαμορφώνει την Κυβέρνησή του όπως εκείνος θέλει και εφόσον αυτή απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής νομίμως και ασκεί τα καθήκοντά της. Άλλωστε, το ζητούμενο στις επιλογές είναι η σύνθεση, η συνεννόηση, η σύνεση, η συναίνεση και η συνεργασία του κυβερνητικού σχήματος. Ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνησή του απολαμβάνει, περισσότερο ή λιγότερο, την εμπιστοσύνη του κόσμου εκ του αποτελέσματος του έργου των Υπουργών. Εδώ και πολλά χρόνια έχουμε μία άλλη αντίληψη για τη διακυβέρνηση σχετικά με την τεχνική της έννοια.
Έχουμε την εντύπωση πως ο “Υπουργός-πολιτικός” κάνει ευκολότερα κοινωνικούς συμβιβασμούς και διευθετεί καλύτερα τα συμφέροντα της κυβέρνησης που εκπροσωπεί, διαθέτοντας ενδεχομένως μεγαλύτερη εμπειρία λόγου και χειρισμών. Αυτά, βεβαίως, μπορεί να είναι τα βασικά προσόντα ενός πετυχημένου πολιτικού, αλλά θα πρέπει να συμπληρώνονται με τεχνική επάρκεια και γνώση διοίκησης. Στη σύγχρονη εποχή της πολυπλοκότητας, η πολιτική είναι και τέχνη και επιστήμη, που απαιτεί πολυσχιδή γνώση και δεξιότητες. Για να κατανοήσει μάλιστα κανείς τις δαιδαλώδεις διαδικασίες της πραγματικής οικονομίας και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, πρέπει να είναι γνώστης των προβλημάτων και να διαθέτει επιστημονική κατάρτιση για την επίλυση τους.
Η διάκριση μεταξύ κοινοβουλευτικών και εξωκοιβουλευτικών Υπουργών είναι λάθος, αφού όλοι θα κριθούν εντός εξαμήνου, εκ του αποτελέσματος. Δεν πρέπει, λοιπόν, οι “τεχνοκράτες-σύμβουλοι” να θεωρούνται “παράλληλη κυβέρνηση”, αλλά ενιαίο κομμάτι μίας νέας κυβέρνησης, που, αφενός, διαθέτει έτοιμο πρόγραμμα να υλοποιήσει και, αφετέρου, τολμά πολλές κομβικές αλλαγές στο μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας. Ο Πρωθυπουργός, κατά τη κρίση του, επέλεξε τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις για να εφαρμόσουν το απαιτητικό περιεχόμενο των “μπλε φακέλων” που τους παρέδωσε. Μακάρι για το καλό όλων το σύνθετο εγχείρημα του “πολιτικό-τεχνοκρατικού” κυβερνητικού σχήματος να αλληλοτροφοδοτηθεί και να λειτουργήσει με επιτυχία.