O κύριος αντίκτυπος της χαμηλής παραγωγής οίνου στην Ευρώπη, ήδη αντανακλάται στο επίπεδο τιμών στις συναλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο. Η παγκόσμια αγορά λειτουργεί ως συγκοινωνούν δοχείο και όπου υπάρχει χαμηλή διαθεσιμότητα, υπάρχει και κινητικότητα για να καλυφθούν οι ανάγκες της κατανάλωσης από ανταγωνίστριες χώρες.
Ο σχολιασμός που ακολουθεί και είναι βασισμένος στην τελευταία τριμηνιαία έκθεση της Rabobank, δεν μπορεί να μην επηρεάσει και την Ελλάδα. Ήδη πληροφορίες που περιέρχονται στην ΚΕΟΣΟΕ μιλούν για έντονη εγχώρια ζήτηση οίνων, σε αυξημένες τιμές έναντι της περσινής περιόδου, ενώ έντονες είναι και οι πιέσεις για εισαγωγή οίνων από όμορες χώρες.
Η γενικευμένη ανοδική τάση των τιμών διεθνώς αναμένεται να επιφέρει κάποια ανακούφιση στους ευρωπαίους παραγωγούς οίνου. Όμως, σύμφωνα με την έκθεση της Rabobank, δεν θα είναι αρκετή για να αντισταθμίσει την απώλεια όγκου και θα οδηγήσει σε συμπίεση των περιθωρίων κέρδους ή ακόμη και στην εξαφάνιση ορισμένων εταιρειών, του κλάδου.
Αυξημένες τιμές για τα ιταλικά και τα ισπανικά κρασιά
Σύμφωνα με τις αρχικές πληροφορίες που προέρχονται από τον OIV την περασμένη εβδομάδα, η παγκόσμια παραγωγή κρασιού (246,7 εκ. εκατόλιτρα) θα είναι μειωμένη κατά 22,1 εκ. εκατόλιτρα το 2017 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω των απωλειών που σημειώθηκαν στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Όπως σημειώνεται από την ολλανδική τράπεζα, «δεν θα είναι ασυνήθιστο να δούμε έναν από τους τρεις παραγωγούς χώρες να περνά μια δύσκολη χρονιά, αφού είναι πολύ ασυνήθιστο να έχουμε μια τέτοια μικρή συγκομιδή ταυτόχρονα στις τρεις χώρες. Η κατάσταση αυτή χειροτερεύει αφού ακολουθείται από δύο χρόνια πολύ κακής συγκομιδής στην Αργεντινή, την πέμπτη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής κρασιού στον κόσμο. Οι επιπτώσεις δεν περίμεναν να γίνουν αισθητές από την ανακοίνωση του OIV. Ήδη την περασμένη άνοιξη, αντιμέτωπη με τα πρώτα σημάδια ενδεχόμενης μείωσης της παραγωγής στην Ευρώπη και παρά την καλή συγκομιδή στο Νέο Κόσμο, οι τιμές άρχισαν να αυξάνουν. Η αύξηση των τιμών των ιταλικών και των ισπανικών χύμα κρασιών ήταν ιδιαίτερα αισθητή και ξεκίνησε ήδη από τον Μάιο όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι κίνδυνοι μείωσης της παραγωγής. Ταυτόχρονα, η τιμή των γαλλικών κρασιών παρέμεινε σταθερή, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε πλέον αυξήσεις στο εγγύς μέλλον.
Μια δραματική μείωση της διαθεσιμότητας
Οι γενικοί δείκτες σε παγκόσμιο επίπεδο καθιστούν αυτό το σενάριο πολύ πιθανό. Ο OIV εκτιμά ότι η παγκόσμια κατανάλωση κρασιού, βρίσκεται γενικά σε ανοδική τροχιά, και ότι κινείται σε ένα εύρος μεταξύ των 240,5 έως 245,8 εκ. εκατολίτρων. Τα αποθέματα είναι ήδη ελαφρώς μειωμένα στις αρχές του έτους (2017) και εκτιμάται ότι θα μειωθούν τουλάχιστον κατά 20 Mhl το 2018, μόνο λόγω της μείωσης της παραγωγής φέτος. Σίγουρα, υπάρχουν μερικοί τρόποι για να αντισταθμιστούν οι απώλειες: οι όγκοι που προορίζονται για την παραγωγή των γλευκών και των αλκοολούχων ποτών μπορεί να περιοριστούν και μερικά σταφύλια που θα αποκλείονταν υπό κανονικές συνθήκες θα οινοποιηθούν για την παραγωγή οίνων χαμηλής τιμής. Σύμφωνα με την μηνιαία έκθεση του διεθνούς μεσίτη Ciatti, η Ιταλία προσπαθεί να ξεπεράσει το έλλειμμα των σταφυλιών της με την αγορά generic χυμών σταφυλιού και γλευκών από την Ισπανία, προκειμένου στη συνέχεια, να οινοποιηθούν στην Ιταλία. Συνολικά, η Rabobank εκτιμά ότι η επίδραση των μέτρων αυτών θα είναι πολύ περιορισμένη, «Ακόμη και με αυτές τις ακραίες προσαρμογές, αναμένουμε μια δραματική μείωση της διαθεσιμότητας του κρασιού για το 2018 … με τις ισχυρότερες επιπτώσεις να γίνονται αισθητές στην Ευρώπη.»
Η ατυχία του ενός προκαλεί ευτυχία στον άλλο
Την κατάσταση αυτή γνωρίζουν οι χώρες παραγωγής οίνου του Νέου Κόσμου και είναι ευτυχείς με την πτώση της παραγωγής στην Ευρώπη και προσβλέπουν να την εκμεταλλευτούν. Για παράδειγμα, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Οργανισμού προώθησης του Wine Australia, Andreas Clark, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η συρρίκνωση της παγκόσμιας διαθεσιμότητας προμηθειών θα έχει «θετικό αντίκτυπο για τους εξαγωγείς μας.» Να τονισθεί ότι η παραγωγή της Αυστραλίας το 2017 έφθασε στο επίπεδο ρεκόρ 1.930 εκατομμυρίων τόνων.
Επικαλούμενος την περίπτωση της Κίνας, πρώτο προορισμό των αυστραλιανών οίνων που προορίζονται για εξαγωγή, ο Andreas Clark ανέφερε τη δυνατότητα ανάκτησης μεριδίων αγοράς μέχρι στιγμής από τη Γαλλία, η οποία κινδυνεύει να χάσει πόντους εξαιτίας της έλλειψης όγκων. Πάντα στο Νότιο Ημισφαίριο, οι δηλώσεις πολλών Αργεντινών επαγγελματιών βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση. Μιλώντας επίσης στον τοπικό Τύπο την περασμένη εβδομάδα, ο Carlos Iannizzotto, επικεφαλής της ένωσης αμπελοοινικών συνεταιρισμών (Acovi), δήλωσε ότι πρόκειται για μια “θαυμάσια ευκαιρία, να ανακτηθούν μερίδια αγοράς από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στον κόσμο που είναι η Ισπανία και η Ιταλία εκτός από τη Γαλλία”.
“Έχουμε μια διεθνή αγορά που θα μας επιτρέψει την επιτυχία με μικρότερο ανταγωνισμό”. Μια άποψη κάπως πιο εξειδικευμένη προέρχεται από τη δήλωση του κ. Carlos Fiochetta, επικεφαλής του Coviar (Αμπελουργοί Αργεντινής): «Πρέπει να δούμε τι θα συμβεί σε επίπεδο πολιτικής αποθεμάτων στις χώρες αυτές, θέμα που δεν αναλύεται [στην έκθεση του OIV] , για να καθορισθεί εάν θα διαθέσουν λίγο ή πολύ κρασί για να προμηθεύσουν τις αγορές τους». Για άλλους επαγγελματίες της Αργεντινής, οι ευκαιρίες που προσφέρονται από την τρέχουσα κατάσταση είναι προφανείς, το κράτος όμως δεν θα πρέπει να αγνοήσει την εφαρμογή μέτρων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οινοβιομηχανίας της Αργεντινής. Ο ίδιος ο Carlos Iannizzotto αναγνωρίζει ότι “εάν δεν υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές για τους τελωνειακούς δασμούς, τις επιστροφές κατά την εξαγωγή και τους φόρους, θα είναι δύσκολο να επωφεληθούμε από αυτό το πλεονέκτημα, όσον αφορά το χύμα κρασί και τους μούστους … »
Αναπόφευκτη αύξηση των τιμών στον καταναλωτή
Όσον αφορά τις άλλες συνέπειες της μικρής ευρωπαϊκής συγκομιδής, η Rabobank προχωρά όσο το δυνατόν περισσότερο στην πρόβλεψη της μείωσης της παγκόσμιας κατανάλωσης το 2018, ενώ θα επηρεασθούν ιδιαίτερα τα κρασιά βασικού επιπέδου. “Στο πλαίσιο της συρρίκνωσης της διαθεσιμότητας, οι παραγωγοί που πωλούν σχετικά ακριβούς οίνους θα είναι σε καλύτερη θέση προκειμένου να εξασφαλίσουν τον εφοδιασμό τους, πράγμα που θα μειώσει τη διαθεσιμότητα των οίνων χαμηλής κατηγορίας τιμής. Επιπλέον, απέναντι στις αυξανόμενες τιμές σταφυλιών και οίνων χύμα, οι έμποροι θα πρέπει αναπόφευκτα να εφαρμόσουν ορισμένες αυξήσεις τιμών, καθώς τα χαμηλά μικτά τους περιθώρια δεν θα τους επιτρέψουν να απορροφήσουν όλες αυτές τις αυξήσεις και δεν θα αποφύγουν να μεταβιβάσουν τις αυξήσεις σε λιανοπωλητές και καταναλωτές “. Το εμπόριο κινείται ήδη σε αυτή την προοπτική: σε μια δήλωση που εκδόθηκε την περασμένη εβδομάδα, ο Σύνδεσμος Βρετανών εμπόρων (WSTA) ισχυρίστηκε ότι η ανακοίνωση του OIV για την κλίμακα της πτώσης της παγκόσμιας παραγωγής το 2017 προκάλεσε “Πραγματικές ανησυχίες στις βρετανικές εταιρείες”. Ο διευθυντής του, Miles Beale, δηλώνει: «Ως ο μεγαλύτερος εισαγωγέας κρασιού ανά κάτοικο στον κόσμο, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αισθανθεί αναπόφευκτα τα αποτελέσματα ενός όλο και πιο δύσκολου περιβάλλοντος. Οι τιμές καταναλωτή αναπόφευκτα θα αυξηθούν. ”
Οι χαμένοι πριν και μετά
Είτε από την πλευρά της παραγωγής ή της εμπορίας, το σενάριο που απεικονίζεται από την Rabobank δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο. “Αν και η τιμή των σταφυλιών και των χύδην οίνων αυξάνεται ως αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγής, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν θα αρκεί για να αντισταθμίσει την απώλεια όγκου, συμπιέζοντας έτσι τα περιθώρια του παραγωγού. Ταυτόχρονα, οι έμποροι θα προβούν σε αύξηση της τιμής των κρασιών τους, αλλά θα είναι απρόθυμοι να μεταφέρουν όλη αυτή την αύξηση καθώς οι μεγάλες αυξήσεις οδηγούν στην απώλεια αγορών που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακτηθούν εάν χαθούν. Ως αποτέλεσμα, αναμένουμε από πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες κρασιού να αντιμετωπίσουν τους μειωμένους όγκους με αυστηρότερα περιθώρια. Ορισμένες από αυτές δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν από ένα τέτοιο συνδυασμό οικονομικών παραμέτρων. Είναι αλήθεια ότι τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προϊόντων σταδιακά εξασθενίζουν, με παράδειγμα τις μπύρες ακόμη και τα οινοπνευματώδη ποτά που θα μπορούσαν να είναι οι τυχεροί νικητές αυτής της κατάστασης, αν όχι εξαιτίας της έλλειψης, αλλά τουλάχιστον της χαμηλής διαθεσιμότητας. Τέλος, η ολλανδική τράπεζα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παρά το «άγχος και τον πόνο της μικρής ευρωπαϊκής συγκομιδής το 2017 σε πολλά οινοποιεία, η χαμηλή διαθεσιμότητα θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να ενθαρρύνει τους καταναλωτές να προχωρήσουν σε αγορά καλύτερων κρασιών”. Μια παρηγοριά που προς το παρόν είναι αθέατη για πολλούς οινοποιούς.
Πηγή: keosoe.gr