Ειδήσεις
Home / Οικονομια / Η ΕΣΕΕ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων

Η ΕΣΕΕ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων

Τις θέσεις της για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, με αφορμή τη συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της έκθεσης του Dawid Jackiewicz (MEP) για το θέμα στις 12 και 13 Οκτωβρίου, καταθέτει η ΕΣΕΕ.

Ειδικότερα, οι ευρωβουλευτές συζητούν στις 12 και 13 Οκτωβρίου το σχέδιο της έκθεσης του Dawid Jackiewicz (MEP) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων. Η ΕΣΕΕ ως μέλος και μοναδική εκπρόσωπος της Ελλάδας στη EuroCommerce, παρακολουθεί τις διαδικασίες στις Βρυξέλλες και ενημερώνεται για τις διαφορετικές προτάσεις, ενώ ταυτόχρονα θέτει στην προσοχή των Ελλήνων Ευρωβουλευτών, αλλά και των αρμόδιων Υπουργείων της ελληνικής Κυβέρνησης, τα παρακάτω τέσσερα σοβαρά θέματα για τις απαραίτητες θεσμικές παρεμβάσεις τους, υπέρ των συμφερόντων της οικονομίας της Χώρας μας.

 

  1. Καθορισμός αθέμιτων εμπορικών πρακτικών

Ο καθορισμός των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών είναι περίπλοκος και ποικίλλει από χώρα σε χώρα. Στην πραγματικότητα, αυτό που θεωρείται αθέμιτη εμπορική πρακτική είναι δυνατή μόνο για να καθορίσει το γενικό πλαίσιο της σύμβασης. Ως εκ τούτου ορισμοί σε επίπεδο ΕΕ είναι απίθανο να δημιουργήσουν τα αποτελέσματα που αυτοί που τα υποστηρίζουν αναζητούν. Για να βρείτε μια πιο πρακτική και αποτελεσματική προσέγγιση, πάνω από 1.100 εταιρείες, της μεταποίησης τροφίμων, χονδρικής του αγροτικού τομέα και του λιανικού εμπορίου έχουν ήδη συμφωνήσει να εφαρμόζουν τις αρχές της χρηστής πρακτικών εμπορίας, και έχουν ενσωματώσει αυτές στις συμβάσεις τους. Σήμερα, μεγάλες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου έχουν υπογράψει την πρωτοβουλία της Εφοδιαστικής Αλυσίδας σε όλες τις χώρες της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι μια κρίσιμη μάζα των συναλλαγών σε επίπεδο λιανικής καλύπτονται από την εφαρμογή αυτών των αρχών, και μπορούν να δράσουν από κοινού με τις εθνικές τους μηχανισμούς και τις συμφωνίες για να δημιουργήσει ένα ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα για παράγοντες της αγοράς που ενεργεί με αθέμιτα με τους εμπορικούς εταίρους.

Ζητήθηκε από το EΚ να μην προτείνει έναν ορισμό αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, ο οποίος ποτέ δεν θα είναι σε θέση να αντικατοπτρίζει τις διαφορές στις επιμέρους συνθήκες της ΕΕ. Αντ’ αυτού, έχει ζητηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να υποστηρίξει την εφαρμογή των αρχών ορθής πρακτικής ως πρότυπο συμπεριφοράς στην αγορά ως ένα πιο αποτελεσματικό μέσο για την εξάλειψη των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (UTPs – Unfair Trading Practices)

 

  1. Κανονισμός ΕΕ περί αθέμιτων πρακτικών

Ο κανονισμός των αθέμιτων πρακτικών εμπορίας δικαιωμάτων της ΕΕ δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα σε κάθε περιοχή και χώρα της Ευρώπης. Η τρέχουσα κρίση στο γάλα και το ζωικό κεφάλαιο είναι το αποτέλεσμα των διαρθρωτικών θεμάτων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων του πλεονάσματος παραγωγής και της μείωσης της κατανάλωσης. Η ρύθμιση UTPs δεν θα αλλάξει αυτή την πραγματικότητα. Οι έμποροι λιανικής πώλησης έχουν πολύ λίγες άμεσες συμβάσεις με τους αγρότες. Χρειάζονται βιώσιμες και αποδοτικές αλυσίδες εφοδιασμού όσο οι προμηθευτές και τους γεωργούς. Ως εκ τούτου, οι λιανοπωλητές δεν έχουν κανένα συμφέρον να υπονομεύσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους και να καταλήξουν με άδεια ράφια. Τα τρόφιμα προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο με λιγότερο από το 20% κατά μέσο όρο να παρέχονται διασυνοριακά (εξαίρεση η Ελλάδα με το 52% των τροφίμων να εισάγεται), έτσι ώστε η νομοθεσία της ΕΕ για τη πλειοψηφία των χωρών δεν έχει νόημα. Όλες οι χώρες ρυθμίζουν τις συμβατικές πρακτικές τους, ώστε να είναι κατάλληλες για το νομικό και εμπορικό περιβάλλον τους. Οι περισσότεροι έχουν ένα δημόσιο μηχανισμό επιβολής και σε όλες σχεδόν τις χώρες, όπου δεν υπάρχει, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αναπτύξει μια εθνική πλατφόρμα (π.χ. Βέλγιο, Ολλανδία, Φινλανδία). Υποστηρίζοντας ρύθμιση των UTPs σε επίπεδο ΕΕ θα είναι κάτι περισσότερο από μια χειρονομία, και δεν μπορεί να προσφέρει μια βιώσιμη λύση για τα προβλήματα των αγροτών. Θα είναι σε θέση να χωρέσει εύκολα με τα εθνικά νομικά πλαίσια και απλά να δημιουργήσει απρόβλεπτες δαπάνες και διοικητικές επιβαρύνσεις. Η Επιτροπή αναλαμβάνει την εκπόνηση μιας μελέτης σχετικά με την αποτελεσματικότητα της πρωτοβουλίας Εφοδιαστικής Αλυσίδας και των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτό, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένονται το Φεβρουάριο του 2016.

Ζητήθηκε από το ΕΚ να περιμένει τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, της αποτελεσματικότητας των εθνικών ρυθμιστικών συστημάτων και των Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ), προκειμένου να επιτρέψει τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων σχετικά με τον καλύτερο τρόπο προς τα εμπρός. Εν τω μεταξύ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν πρέπει να φθάσει σε πρόωρα συμπεράσματα σχετικά με τη βάση της κρίσης που σε μεγάλο βαθμό είναι άσχετη με τις συμβάσεις στις αλυσίδες εφοδιασμού. 

 

  1. Πρωτοβουλία διαλόγου εφοδιαστικής αλυσίδας

Η πρωτοβουλία και η διαδικασία δομημένου διαλόγου της εφοδιαστικής αλυσίδας (SCI – Supply Chain Initiative)  δείχνει πιο αποτελεσματική από τη νομοθεσία της ΕΕ. Η πρωτοβουλία της Εφοδιαστικής Αλυσίδας παρέχει τα απαραίτητα μέτρα για τη διευκόλυνση της επίλυσης των διαφορών με βάση τις αρχές της ορθής πρακτικής εργαλείων. Στην πλειονότητα των κρατών μελών, των εθνικών κανόνων αντίγραφα αυτών με κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα. Οι εθνικοί διάλογοι της αλυσίδας εφοδιασμού σε πολλές χώρες και η ομάδα διακυβέρνησης της ΕΕ για τα πανευρωπαϊκά θέματα, προβλέπουν ανώνυμες καταγγελίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ο διάλογος της εφοδιαστικής αλυσίδας επιτρέπει σε όλους στην αλυσίδα εφοδιασμού να αποκτήσουν μια καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων τι είδους προϊόντα ζητούν οι καταναλωτές. Βοηθά, επίσης, τους προμηθευτές και τους αγρότες να δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία για τον εαυτό τους, και να αποτρέψουν διάφορες καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν.

Ζητήθηκε από το ΕΚ να υποστηρίξει την πρωτοβουλία της Εφοδιαστικής Αλυσίδας SCI ως πιο αποτελεσματική λύση από τη νομοθεσία της ΕΕ, και να ενθαρρύνουν ένα δομημένο  διάλογο της αλυσίδας εφοδιασμού σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο για να αυξηθεί η διαφάνεια της αγοράς και η ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών ζωτικής σημασίας για όλους τους παίκτες, συμπεριλαμβανομένων των εμπόρων λιανικής πώλησης, των αγροτών και όλων των προμηθευτών τους.

 

  1. Προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και ανταγωνισμός

Τα “Private labels” προϊόντα βοηθούν την προώθηση του ανταγωνισμού και οι καταναλωτές όλο και περισσότερο επιθυμούν να τα αγοράσουν. Σήμερα, το 90% των νοικοκυριών αγοράζουν τακτικά προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, και οι περισσότεροι  θεωρούν ότι προσφέρουν ποιότητα και καλή αξία για τα χρήματα τους. Μελέτες της Επιτροπής δείχνουν ότι οι ιδιωτικές ετικέτες προσφέρουν επιλογές και θα βοηθήσουν τις ΜΜΕ να καινοτομούν και να είναι κερδοφόρες. Μπερδεμένη είναι η συζήτηση για τις ιδιωτικές ετικέτες σχετικά με το γάλα και τα ζωικά είδη σε βάρος των καταναλωτών και υπέρ των πολυεθνικών ως ιδιοκτήτες εμπορικών σημάτων σύμφωνα με τις αθέμιτες πρακτικές της ΕΕ. Σήμερα οι ιδιωτικές ετικέτες επιτρέπουν στους λιανοπωλητές να διαφοροποιηθούν και να συμπληρώσουν τη ποικιλία τους. Οι ταχύτεροι αναπτυσσόμενους τομείς της ιδιωτικής ετικέτας είναι στα βιολογικά, τοπικά προϊόντα, “free from…” και από “entry-level” περιοχές. Έρευνα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει υπογραμμίσει το σημαντικό τους ρόλο στην καταπολέμηση του πληθωρισμού των τροφίμων. Οι πολυεθνικές μάρκες είναι εξαιρετικά συγκεντρωτικές και κυρίαρχες, ενώ διαδραματίζουν καίριο ρόλο στις επιλογές των λιανοπωλητών, αφού προσφέρουν τα προϊόντα, που οι καταναλωτές αναμένουν να δουν στα ράφια των καταστημάτων και βεβαίως απολαμβάνουν σχετικά υψηλότερο καθαρό περιθώριο (κατά μέσο όρο περίπου 10%), έναντι λιγότερο από 3% στο λιανικό εμπόριο.

Ζητήθηκε από το ΕΚ να αναγνωρίσει επίσημα τον ρόλο των ιδιωτικών ετικετών, βοηθώντας τους καταναλωτές να αγοράσουν τρόφιμα υψηλής ποιότητας σε λογικές τιμές. Επίσης, για να αποφευχθεί η σύγχυση και η  πίεση από τις πολυεθνικές στους κατασκευαστές ιδιωτικής ετικέτας και όχι για να περιορίσουν την ανάπτυξή τους, ούτε για την προστασία ενός τομέα εναντίον του άλλου.