Το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων τρέφει 7,9 δισεκατομμύρια ανθρώπους, ενώ απασχολεί το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, συμβάλλοντας στο ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ωστόσο, η γεωργική παραγωγή επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον, δημιουργώντας πάνω από το ένα τέταρτο των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και αποτελώντας έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες αποψίλωσης των δασών και εξαφάνισης 1 εκατομμυρίου ειδών.
Περισσότεροι από 800 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο πεινάνε, την ώρα που πάνω από 1 δισεκατομμύριο είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Και ενώ η συνολική οικονομική συνεισφορά του τομέα των τροφίμων και της γεωργίας είναι τεράστια, τα οφέλη της είναι άνισα, καθώς το 65% των ενηλίκων εργαζομένων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, απασχολούνται με τη γεωργική παραγωγή.
Αυτά είναι κάποια από τα ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης, των οποίων η επίλυση αποτελεί προτεραιότητα, καθώς έχουμε λιγότερους από εννέα ετήσιους κύκλους φύτευσης για να δημιουργήσουμε εγκαίρως ένα βιώσιμο και υγιές σύστημα διατροφής, χωρίς αποκλεισμούς, και να συμβαδίσουμε με τη Συμφωνία του Παρισιού και τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών.
Επιπλέον, για να δημιουργήσουμε ένα πιο ανθεκτικό σύστημα τροφίμων πρέπει να καταλάβουμε γιατί, παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έγιναν, δεν έχει σημειωθεί μεγαλύτερη πρόοδος μέχρι στιγμής.
Πρόσφατη έρευνα της Bain & Company αποκαλύπτει πως το 87% των ευρωπαίων καταναλωτών δηλώνει πρόθυμο να πληρώσει περισσότερα για προϊόντα που παράγονται με περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο. Παρόλα αυτά, καθώς υπάρχει ένα όριο στο τι μπορούν να ξοδέψουν οι καταναλωτές, το εύρος της τιμής συχνά υπερτερεί της βιωσιμότητας και επηρεάζει σημαντικά την τελική απόφαση αγοράς.
Από την πλευρά των αγροτών, η στροφή σε πρακτικές αναγεννητικής γεωργίας και υπεύθυνης βόσκησης βοηθούν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, αναδομώντας την οργανική ύλη του εδάφους, απορροφώντας τον άνθρακα από την ατμόσφαιρα και απομονώνοντάς τον στο έδαφος. Ωστόσο, καθώς η υιοθέτηση αυτών των πρακτικών είναι αρκετά κοστοβόρα και επιφέρει σημαντικές αλλαγές, οι αγρότες θα πρέπει να είναι σίγουροι πως αξίζει να προχωρήσουν.
Μπορούμε να επιταχύνουμε τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο σύστημα διατροφής κάνοντας τις ακόλουθες ενέργειες:
Μετατόπιση της κατανάλωσης –Μετάβαση σε πιο υγιεινές και βιώσιμες επιλογές. Το 10% των εμπορικών σημάτων για τις οποίες η βιωσιμότητα αποτελεί βασικό στοιχείο αξίας αναπτύσσεται ταχύτερα από όλα, σύμφωνα με την έρευνα της Bain.
Προωθώντας την αναγεννητική γεωργία – Οι εταιρείες τροφίμων και ποτών θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να στηρίξουν τη μεταστροφή προς την αναγεννητική γεωργία, εντάσσοντας τη βιωσιμότητα στις πρακτικές προμηθειών – αγορών τους και παρέχοντας χρηματοδότηση και εκπαίδευση.
Επαναπροσδιορισμός της αλυσίδας αξίας – Για τα προϊόντα που σχετίζονται με υψηλό περιβαλλοντικό κόστος, ανισότητες και καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων, θα πρέπει να δημιουργηθούν συντομότερες αλυσίδες αξίας, οι οποίες να καθορίζονται από διαφάνεια.
Δημιουργία ανθεκτικών τοπικών συστημάτων τροφίμων σε αναπτυσσόμενες αγορές – Οι εταιρείες τροφίμων και ποτών που επιδιώκουν να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους σε αναπτυσσόμενες αγορές, χρησιμοποιώντας τοπικές πηγές εφοδιασμού, θα πρέπει να επιδιώξουν συνεργασίες και να μπορούν να καλύψουν πιθανή αυξημένη ζήτηση σε τρόφιμα που παράγονται με βιώσιμο τρόπο.
Επιταχυνόμενη καινοτομία – Νέες μορφές γεωργίας, υποστηριζόμενες από την τεχνολογία (ελεγχόμενο περιβάλλον, προηγμένη υδατοκαλλιέργεια, αυτόματα τρακτέρ, ζύμωση ακριβείας, παραγωγή κρέατος κυτταροκαλλιέργειας, κλπ.), δημιουργούν πιο υγιεινές εκδοχές υπαρχόντων -ή εντελώς νέων- τροφίμων.
Μεγάλο μέρος αυτής της καινοτομίας προέρχεται από νεοφυείς επιχειρήσεις. Οι μεγάλες εταιρείες τροφίμων θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να συνεργαστούν με καινοτόμες νεοφυείς επιχειρήσεις ή άλλους ηγέτες τεχνολογίας, καθώς και να επενδύσουν στην τεχνολογία και στην Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D).
Συνεπώς, ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά ενός μελλοντικού, υγιεινότερου και ανθεκτικότερου συστήματος τροφίμων;
- Θα είναι ποικιλόμορφο, καθώς λιγότερες χώρες θα εξαρτώνται από περιορισμένο αριθμό προμηθευτών, θα υπάρχουν μικρότερες πιθανότητες καταστροφής των καλλιεργειών αλλά και πιο θρεπτικές δίαιτες.
- Οι φυσικοί πόροι θα αντιμετωπίζονται ως σύμμαχοι για την προστασία των καταναλωτών από τις συνέπειες των καιρικών και κλιματικών αλλαγών.
- Οι άνθρωποι και οι κοινότητες που καλλιεργούν το φαγητό θα αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της αξίας της καλλιέργειας και θα υιοθετήσουν νέες πρακτικές και τεχνολογίες για να ανταπεξέρχονται καλύτερα στις κλιματικές και οικονομικές κρίσεις.
- Πιο διαφανείς, ανιχνεύσιμες και, όταν είναι δυνατόν, μικρότερες εφοδιαστικές αλυσίδες θα μειώσουν την έκθεση σε καιρικά φαινόμενα και ενεργοβόρες μεταφορές, ενισχύοντας τις χώρες που ξοδεύουν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για την εισαγωγή μεγάλου μέρους των τροφίμων τους.
- Οι καταναλωτές, «οπλισμένοι» με τις πληροφορίες που χρειάζονται, θα έχουν —και θα επιλέγουν— άφθονες βιώσιμες και πιο υγιεινές επιλογές σε λογικές τιμές.
- Οικονομικά κίνητρα και κεφάλαια θα εισρεύσουν προς καινοτόμες επιχειρήσεις, δεσμευμένες σε νέες προσεγγίσεις καλλιέργειας και κατανάλωσης τροφίμων που βελτιώνουν τη διατροφή, την κοινωνική ένταξη και τη βιωσιμότητα.
Αν ενεργήσουμε γρήγορα, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό σύστημα τροφίμων, το οποίο θα μπορεί να αντέχει στις παγκόσμιες κρίσεις, θα μας δίνει την ευκαιρία να μειώσουμε τις εκπομπές άνθρακα, να προστατέψουμε τον πλανήτη και να δημιουργήσουμε υγιείς πληθυσμούς και ευημερείς κοινωνίες.