Είναι γεγονός ότι η βιομηχανία αξιοποιώντας τις κατακτήσεις της επιστήμης, έχει κάνει σημαντική πρόοδο στην παρασκευή τροφίμων με φυσικές και τεχνητές γλυκαντικές ύλες συνδυάζοντας ασφάλεια, γεύση και χαμηλή θερμιδική πρόσληψη. Αυτά τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά είναι από 30 έως και 13.000 (!) φορές πιο γλυκά στη γεύση από τη ζάχαρη, με τη διαφορά ότι αποδίδουν σχεδόν μηδενικές θερμίδες και δεν επηρεάζουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Για το λόγο αυτό συμβάλλουν στον έλεγχο του βάρους, ενώ μπορούν να τα καταναλώσουν άφοβα και οι διαβητικοί.
Τα οφέλη τους για τον οργανισμό
Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, οι ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες συμβάλλουν στον έλεγχο του βάρους, επειδή ακριβώς η κατανάλωσή τους μειώνει τη συνολική θερμιδική πρόσληψη. Εφόσον μάλιστα καταναλώνονται στο πλαίσιο μιας γενικότερα ισορροπημένης διατροφής και συνδυάζονται με άσκηση, τότε βοηθούν επίσης στη μείωση της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης και, κατ’ επέκταση, του σωματικού βάρους. Εξάλλου, οι ειδικοί σημειώνουν πως οι ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες ενθαρρύνουν τη συμμόρφωση με προγράμματα σωστής διατροφής, καθώς προσφέρουν περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερη ποικιλία. Διευρύνουν, τέλος, τις περιορισμένες διατροφικές επιλογές μίας συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων, των πασχόντων από σακχαρώδη διαβήτη, στους οποίους δίνουν τη δυνατότητα να απολαύσουν τρόφιμα και ροφήματα με γλυκιά γεύση δίχως να επηρεάζεται η γλυκόζη τους.
Τα πιο συνηθισμένα γλυκαντικά
Οι κυριότερες φυσικές γλυκαντικές ύλες είναι η σουκρόζη, η φρουκτόζη, οι γλυκαντικές αλκοόλες και οι γλυκοζίτες στεβιόλης (στέβια). Σε ό,τι αφορά τις τεχνητές (σακχαρίνη, ασπαρτάμη, ακεσουλφάμη Κ, κυκλαμικό οξύ, σουκραλόζη και νεοτάμη), η ιστορία τους ξεκινά πριν από 135 χρόνια περίπου στο φημισμένο αμερικανικό πανεπιστήμιο Johns Hopkins όπου ο χημικός Constantin Fahlber επινόησε τη σακχαρίνη που είναι 300 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη, αλλά αποδίδει μηδαμινές θερμίδες. Η ασπαρτάμη, από την άλλη, αποτελεί το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο γλυκαντικό και απαντά σε πλήθος προϊόντων. Ως συστατικό πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60 και έκτοτε χρησιμοποιείται εκτεταμένα από τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Είναι 200 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη κι έτσι ελάχιστη ποσότητά της χαρίζει την ίδια γλυκύτητα χωρίς τις συμπαρομαρτούσες θερμίδες. Γενικά, η γλυκαντική ισχύς όλων αυτών των υλών εξαρτάται από την εγγενή γλυκαντική τους ικανότητα και από την ποσότητα στην οποία χρησιμοποιούνται.
Απόλυτα ασφαλής η κατανάλωσή τους
Οι τεχνητές γλυκαντικές ύλες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή τροφίμων υπόκεινται σε αυστηρή διαδικασία αξιολόγησης από επίσημους ελεγκτικούς φορείς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) και ο Αμερικάνικος Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης διέπονται από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA), ενώ στην Ελλάδα την αντίστοιχη ευθύνη φέρει ο ΕΦΕΤ. Οι οργανισμοί αυτοί καθορίζoυν τα επίπεδα Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης (Acceptable Daily Intake – ADI) για κάθε γλυκαντική ύλη, δηλαδή την ποσότητά της που μπορεί να καταναλώνει με ασφάλεια ένας άνθρωπος σε καθημερινή βάση και εφ’ όρου ζωής. Στην περίπτωση της ακελσουφάμης-Κ, π.χ. η Αποδεκτή Ημερήσια Πρόσληψη ισούται με 15mg ανά κιλό βάρους, ενώ για την ασπαρτάμη ως ασφαλές όριο έχουν οριστεί τα 40 mg.