Eυκαιρίες επιχειρηματικής δραστηριοποίησης συνεχίζει να παρουσιάζει ο τομέας παραγωγής και επεξεργασίας τροφίμων της Ρουμανίας, λόγω ανεκμετάλλευτων πρώτων υλών και ύπαρξης καλής ποιότητας, αλλά μη τυποποιημένων, γεωργικών προϊόντων (λαχανικών, φρούτων και κρασιού). Η Ελλάδα αποτελεί ήδη τον 5ο μεγαλύτερο ξένο επενδυτή στη χώρα.
Αυτό αναφέρεται στον Οδηγό για το Επιχειρείν στη Ρουμανία που εξέδωσε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι, όπου επισημαίνεται ότι στις 323 ανήλθαν οι εταιρείες που ίδρυσαν Έλληνες επιχειρηματίες στη ρουμανική αγορά το 2013, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Εμπορικού Μητρώου της χώρας (ONRC), αποτελώντας σε παγκόσμια κλίμακα την 1η ή τη 2η χώρα αποδέκτη των ελληνικών επενδύσεων.Με βάση τα στοιχεία του ONRC, στις 30.12.2013 υπήρχαν εγγεγραμμένες στη Ρουμανία 5.790 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων, έναντι 5.467 στις 31.12.2012. Το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων εκτιμά ότι η αξία των ελληνικών επενδύσεων στη Ρουμανία -εάν σε αυτές συνυπολογισθούν και οι επενδύσεις των θυγατρικών των ελληνικών οίκων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες (πχ. στην Κύπρο, Ολλανδία και αλλού)- αγγίζει και ενδεχομένως υπερβαίνει τα 4 δισ. €, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 4η ή 5η θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών.
Σημαντική είναι η ελληνική επενδυτική παρουσία στους τομείς παραγωγής τροφίμων και ποτών (Chipita, Olympos Dairy, Ifantis, KB Karamolegos, Best foods, Coca-Cola HBC, Alexandrion Group, Valvis Holding κ.α.), όπως και στον τομέα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και της κτηνοτροφίας (FATROM, Ellada κ.α.).
Όσον αφορά την εξαγωγή ελληνικών προϊόντων στη Ρουμανία, στον οδηγό αναφέρεται ότι λαμβανομένης υπ΄όψιν της αύξησης του εισοδήματος των νοικοκυριών τα τελευταία χρόνια και ιδίως στις μεγάλες πόλεις όπως το Βουκουρέστι, η Κωνστάντζα, η Τιμισοάρα, το Ιάσιο, το Κλούζ και η Κραϊόβα, υπάρχουν δυνατότητες διείσδυσης σε διάφορους τομείς. Σε ότι αφορά την χρηματοδότηση αναφέρεται ότι σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία για την ανάπτυξη (δεν υφίσταται ενιαίος αναπτυξιακός νόμος), δίνεται η δυνατότητα επιδότησης κατά 50% και πλέον νέων θέσεων εργασίας. Παρέχονται κίνητρα σε νέες επενδύσεις στα πλαίσια λειτουργίας των βιομηχανικών και βιοτεχνικών πάρκων (παραχώρηση υποδομών και δικτύων κ.λ.π.) και σχεδιάζονται συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα μικρομεσαίων επιχειρήσεων (με παροχή κρατικών εγγυήσεων-επιδοτήσεων θέσεων εργασίας). Επίσης, απαλλάσσονται της φορολογίας τα κεφάλαια, που επανεπενδύονται-εφαρμόζεται ενιαίος φορολογικός συντελεστής 16% και ισχύει ελαστικότητα για τα εργασιακά ζητήματα.
Ωστόσο αναφέρεται ότι, στην αγορά της Ρουμανίας υπάρχουν και πολλές προκλήσεις τις οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά:
Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, η αυξημένη γραφειοκρατία και η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας σε τομείς που επηρεάζουν τη λειτουργία και δραστηριοποίηση μιας επιχείρησης όπως π.χ πιστοποίηση προϊόντων, έκδοση αδειών, καθυστερήσεις τελωνείων, φορολογικό καθεστώς, μη ξεκάθαρο ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Δύσκολο, επίσης, σημείο αποτελεί η ανεύρεση των κατάλληλων συνεργατών π.χ. εισαγωγέα, συνεργάτη αλλά και ‘manager’, ο οποίος να γνωρίζει, τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και τις διεθνείς επιχειρηματικές πρακτικές.
Προκειμένου να επιλεγεί μια ρουμανική εταιρεία για συνεργασία θα πρέπει να γίνεται έλεγχος φερεγγυότητας από ειδικές εταιρείες ελέγχου φερεγγυότητας, ελληνικών συμφερόντων τράπεζες εγκατεστημένες στην εκεί αγορά, προς αποφυγή προβλημάτων που σχετίζονται με την έλλειψη ρευστότητας κλπ.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Η επιτυχής επιχειρηματική δραστηριοποίηση στην αγορά της Ρουμανία εξαρτάται από την επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής εκ μέρους των διοικήσεων των ελληνικών επιχειρήσεων (εξαγωγές, ίδρυση γραφείου αντιπροσωπείας, αξιοποίηση δικτύων διανομής, κοινοπραξίες, κλπ). Δεδομένου της γεωγραφικής εγγύτητας και του μεγάλου μεγέθους της αγοράς (η δεύτερη πλέον σημαντική αγορά των ανατολικών χωρών μετά την Πολωνία), οι ελληνικές εταιρείες θα πρέπει να είναι έτοιμες να καλύψουν τις ποσότητες ζητήσεων για την αγορά της Ρουμανίας και να διασφαλίζουν τη σταθερή προμήθεια των προϊόντων τους.
Ακριβώς λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας και του μεγέθους της χώρας, οι επιχειρηματίες προσπαθούν να εισέλθουν στην αγορά, αρχικά σε περιφερειακή βάση. Έτσι το Βουκουρέστι, η Κωνστάντζα, η Τιμοσοάρα και η Κραϊόβα, που αποτελούν τις πόλεις με το μεγαλύτερο πληθυσμό και τα επιχειρηματικά κέντρα της χώρας, είναι συνήθως τα αρχικά σημεία έναρξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για τις ξένες εταιρείες. Τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν καλά οργανωμένα κανάλια διανομής, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις τα οποία επεκτείνονται σιγά-σιγά σε άλλα σημεία της.
Πάντως, η εξέρευση εισαγωγέα αποτελεί το πρώτο και κυριότερο βήμα για την είσοδο στην αγορά. Εναλλακτικά προτείνεται η ίδρυση εταιρείας, κοινοπραξίας και δραστηριοποίηση με franchise.
Υπηρεσίες δικαιόχρησης (franchising)
Κατά την διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, ο τομέας του ‘franchising’ αναπτύχθηκε σημαντικά στη Ρoυμανία σε τομείς, όπως εστιατόρια ‘fast food’, λιανικό εμπόριο, ‘fitness’ και υγεία -διασκέδαση. Το 2013, ο κύκλος εργασιών του τομέα στην Ρουμανία ήταν περίπου 1,3 δις Ευρώ και αφορούσε περίπου 500 επιχειρήσεις, ενώ το 2014 αναμένεται να προσεγγίσει το ποσό των 1,4 δις ευρώ. Η συμμετοχή των κυριότερων κατηγοριών είναι : fast food (23,3%), καφέ και εστιατόρια (6,2%), εμπόριο λιανικής πώλησης (26,4%), συνεργεία αυτοκινήτων, καταστήματα καλλυντικών, ακίνητα, έπιπλα, υπηρεσίες (28,8%).
Η πιο εμφανής διείσδυση έχει γίνει στον τομέα των ταχυφαγείων (fast foods), όπου πολυεθνικές και εγχώριες εταιρείες δραστηριοποιούνται επιτυχώς. Τα επόμενα χρόνια αναμένεται είσοδος νέων εταιρειών στον τομέα μικρο-γευμάτων, καφενείων ‘coffee-shops’ – ‘tea shops’, λόγω της αύξησης της κατανάλωσης και του σύγχρονου τρόπου ζωής των Ρουμάνων. Σημαντικές ευκαιρίες παρουσιάζονται και στον τομέα του λιανικού εμπορίου, όπου ο κύκλος εργασιών αυξάνεται σημαντικά ετησίως. Αν η τάση αυτή συνεχισθεί, αναμένεται να αυξηθούν και οι δυνατότητες για την δραστηριοποίηση μέσω ‘franchising’ στον τομέα λιανικής και καταναλωτικών αγαθών.
Οι αμερικανικές εταιρείες franchising κατείχαν το 2008 το 22% του συνόλου των εταιρειών με κυριότερες τις Mac Donalds, Four Star Pizza, KFC, Pizza Inn, American Life Insurance, Curves, The Gap, Hertz, Budget, Ruby Tuesday, Candy Bouquet, Howard Johnson, Ramada, Hilton, Starbucks, Subway.
Παράλληλα, υπάρχουν πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως οι IKEA, Intersport, Mango, Zara, Lacoste, Nike, Adidas, H&M, Brico-stores, Body Shop, Mark & Spenser, Sephora κλπ.
Τομέας λιανικής πώλησης τροφίμων
Είναι γεγονός ότι στο σύνολο της χώρας οι μεγάλες αλυσίδες δεν καλύπτουν ακόμη το 70%, όπως στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, το μερίδιό τους (53%) συνεχώς αυξάνεται και αναμένεται σε λίγα χρόνια να αποκτήσουν ακόμη υψηλότερο ποσοστό. Παρατηρούμε, επίσης, ότι σε μερικές κατηγορίες προϊόντων, π.χ. στα φρούτα και λαχανικά, το ποσοστό των ανοιχτών και λαϊκών αγορών είναι υψηλότερο από αυτό των μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων.
Μετά την οικονομική κρίση, η οποία έγινε αισθητή στην Ρουμανία κατά την περίοδο 2009 – 2010, ο κύκλος εργασιών των αλυσίδων καταστημάτων τροφίμων, παρουσίασε μικρή αύξηση το 2011, ενώ το 2012 και 2013, σημείωσε αύξηση 9,3% και 6,1%, αντίστοιχα. Παρόλα αυτά, η οικονομική κρίση είχε αρνητικό αποτέλεσμα στην αγοραστική δύναμη του Ρουμάνου καταναλωτή, υπό την έννοια ότι κατέστη περισσότερο προσεκτικός στην διαχείριση του προϋπολογισμού του, δίδοντας προβάδισμα στην ικανοποίηση των στενότερων τρεχουσών αναγκών του, περιορίζοντας συγχρόνως την υπερκατανάλωση τροφίμων και απομακρυνόμενος από την αρχή του «αναλίσκειν τα πάντα».
Αυτή η νέα προσέγγιση οδήγησε σε μία διευρυμένη αγορά τροφίμων και σε αυξημένη επισκεψιμότητα των καταστημάτων της γειτονιάς, τα οποία διαθέτουν πλέον προϊόντα σύμφωνα με τις νέες ανάγκες του καταναλωτή, επιτρέποντας του καλύτερη διαχείριση του χρόνου και των χρημάτων του. Από την πλευρά τους, οι έμποροι υποχρεώθηκαν να προβούν σε περισσότερες προωθητικές προσφορές, που κατέστησαν, πλέον, σύνηθες φαινόμενο. Η πίεση στις τιμές δημιούργησε το φαινόμενο της αύξησης των ‘λευκών προϊόντων’, που αποτελούν πλέον το 17% των τροφίμων και το 12% των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης. Η εξέλιξη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το σύγχρονο εμπόριο, το οποίο στις αρχές της χιλιετίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, να καλύπτει σήμερα το 53% του λιανικού εμπορίου και στο επίπεδο του κέντρου των πόλεων το 75%. Παρατηρούμε, επίσης, ότι η εν γένει εξέλιξη των καταστημάτων της γειτονιάς δεν επηρεάσθηκε από την κρίση, αφού 274 νέα σημεία πώλησης εγκαινιάσθηκαν κατά την διάρκεια του 2013.
Η σημαντική αυτή αύξηση των καταστημάτων της γειτονιάς, που έχουν το πλεονέκτημα των διαθεσίμων προϊόντων και της γειτνίασης, οδήγησε τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων (πχ Metro, Auchan) να προχωρήσουν σε ‘franchising’, προκειμένου να ανταγωνιστούν τα παραδοσιακά μαγαζιά τροφίμων. Οι γαλλικές αλυσίδες καταστημάτων AUCHAN, CARREFOUR και CORA έφθασαν σήμερα να κατέχουν μεγάλο μερίδιο του σύγχρονου εμπορίου λιανικής πώλησης τροφίμων. Επιπλέον, τα καταστήματα ‘discount’, μετά την ανάπτυξη του LIDL (παρουσία του από το 2010), έφθασαν να κατέχουν το 10% του σύγχρονου λιανεμπορίου τροφίμων.