ΔΗΛΩΣH ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΣΕΕ κ. ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΡΚΙΔΗ
“Η ιστορία διδάσκει και η σύγχρονη πραγματικότητα επιβεβαιώνει, ότι η διαπραγμάτευση είναι μια δύσκολη υπόθεση, αφού συνήθως δεν παίρνεις ότι αξίζεις, αλλά αυτό που διαπραγματεύεσαι. Η συνεργασία της Κυβέρνησης με την εταιρεία Lazard δείχνει ότι υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης που μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο συμβόλαιο και σε εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης για τη συνέχιση της χρηματοδότησης της Ελλάδας. Αυτό που θα πρέπει να κατανοήσουν οι Εταίροι μας είναι ότι αυτή η διαπραγμάτευση δεν αφορά απλά ομόλογα, μετοχές ή επιτόκια αλλά τις ζωές και τις ελπίδες ενός λαού. Αφορά στην καθημερινότητα απλών ανθρώπων. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που οι πολίτες από όλο το κομματικό φάσμα εκφράζουν ικανοποίηση και μικρή αισιοδοξία. Είναι πλέον σαφές, ότι η Ευρώπη θα πρέπει να βάλει φρένο στις περιοριστικές πολιτικές και αντί της λιτότητας την οποία με τη πάροδο του χρόνου το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία των αδύναμων οικονομικά χωρών δεν μπορούν να αντέξουν, να προκρίνει ένα δυναμικό αναπτυξιακό πλαίσιο.
Όλες οι υπάρχουσες ενδείξεις για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς προς τους εταίρους της συνθέτουν τη δύσκολη προσπάθεια της ελληνικής Κυβέρνησης να αναπτύξει τελικά μια «σχέση εργασίας» με την άλλη πλευρά. Αν συμβεί αυτό, θα συνειδητοποιήσουν όλοι ότι είμαστε συνεργάτες σε μια από κοινού αναζήτηση μιας δίκαιης συμφωνίας εντός της Ευρωζώνης και όχι αντίπαλοι σε μια «μετωπική» ευρωπαϊκή σύγκρουση με δυσάρεστα για όλους αποτελέσματα.
Η ηχηρή αρχική παρέμβαση του Προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα για την Ελλάδα έδειξε ότι υπάρχει μια υπαρκτή τάση διαφωνίας με τις πολιτικές σκληρής λιτότητας που εφαρμόζονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Από την άλλη πλευρά ο ίδιος επεσήμανε ότι η όποια λύση στο ελληνικό πρόβλημα θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Και με τη συνεργασία του ΔΝΤ. Η ομοβροντία δηλώσεων των ευρωπαίων εταίρων στις ελληνικές προτάσεις, παρά τις ωμές απειλές και τους οικονομικούς εκβιασμούς, ότι η Ελλάδα ρισκάρει τη χρεοκοπία της, δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται με πανικό. Οι αντιδράσεις τους άλλωστε δείχνουν ότι είναι στις προθέσεις τους η Ελλάδα να παραμείνει στην Ευρωζώνη ακόμα και εάν αυτό απαιτεί συμβιβασμούς από όλες τις πλευρές. Επιπλέον, εκ μέρους της Γερμανίας, παρά το «όχι σε όλα» της Α. Μέρκελ και του Β. Σόιμπλε, διαφαίνεται ότι θα υπάρξουν αλλαγές στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά χωρίς μονομερείς αποφάσεις. Η αντικατάσταση της τρόικας με έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό επιτήρησης του προγράμματος, μπορεί να προκύψει από μια νέα πολιτική συμφωνία εξασφάλισης ρευστότητας και να αλλάξει το κλίμα στη χώρα μας.
Αναφορικά με τις τέσσερις ελληνικές συστημικές Τράπεζες οι απώλειες των 6,75 δις ευρώ και η συρρίκνωση της συνολικής χρηματιστηριακής αξίας τους στα 12 δις ευρώ, δημιουργεί ιδιαίτερη ανησυχία, σε συνδυασμό με την απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει τη χρηματοδότηση μέχρι 18 Φεβρουαρίου, μέσω του έκτακτου μηχανισμού ρευστότητας ELA ύψους 10 δις ευρώ. Βεβαίως αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του επιτοκίου δανεισμού στο 1,55% αντίληψη του 0,05%, αλλά είναι μια ένδειξη ότι εάν επρόκειτο να εγκαταλείψουμε την Ευρωζώνη, είναι βέβαιο ότι δεν θα τα ενέκριναν. Είναι ταυτόχρονα σαφές ότι η άτεγκτη προθεσμία της 11ης Φεβρουαρίου που ετέθη από την ΕΚΤ για την κατάληξη των όποιων συζητήσεων, με την απειλή της μη αγοράς ελληνικών ομολόγων, δημιουργεί μία αίσθηση επείγοντος που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την ελληνική πολιτική ηγεσία. Η Ε.Ε. είναι ένα συντηρητικό πολιτικο-θεσμικό οικοδόμημα με αδράνειες που αλλάζει κατεύθυνση με πολύ αργούς ρυθμούς. Η αναμονή ραγδαίων αλλαγών πιθανόν να δημιουργεί υπέρμετρες προσδοκίες που να ακυρώνουν τυχόν σημαντικές επιτεύξεις που δεν αξιολογούνται υψηλά.
Σε κάθε περίπτωση, ο επιχειρηματικός κόσμος τελεί σε αναμονή των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, με την ελπίδα ότι θα ταυτίζονται με τις προεκλογικές εξαγγελίες αναφορικά με τη στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Η ΕΣΕΕ ως θεσμικός εκπρόσωπος του ελληνικού εμπορίου και κοινωνικός εταίρος επιθυμεί την επίτευξη μιας αμοιβαίας πολιτικής και οικονομικής συμφωνίας, που θα ανταποκρίνεται στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις, αλλά και στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, όσο η Ελλάδα θα βρίσκεται στο προσκήνιο της διεθνούς και ευρωπαϊκής επικαιρότητας, η διαπραγμάτευση θα εκκρεμεί και η πολιτική αμφισβήτηση θα μονοπωλεί τη καθημερινότητά μας, η ελληνική αγορά θα βρίσκεται σε απραξία. Εμείς οι άνθρωποι της αγοράς είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι, θεωρώντας ότι η διαβούλευση μπορεί να άρχισε, αλλά η διαπραγμάτευση απέχει πολύ στο να καταλήξει σε ασφαλή λύση. Μετά την κλιμάκωση της έντασης, ελπίζουμε να ακολουθήσει η εκτόνωση και είναι αυτονόητο ότι επιθυμούμε το θετικό σενάριο της διαπραγμάτευσης και φυσικά της συμφωνίας. Για την αγορά υπάρχει μία μόνο αντίδραση. Ψυχραιμία!”