Ειδήσεις
Home / Top Slider / Καταναλωτές και επιχειρήσεις αναβάλλουν δαπάνες

Καταναλωτές και επιχειρήσεις αναβάλλουν δαπάνες

Η συνέχιση του αποπληθωρισμού, μέσω της διαμόρφωσης προσδοκιών για περαιτέρω πτώση των τιμών και μέσω αύξησης των πραγματικών επιτοκίων, οδηγεί τόσο τους καταναλωτές όσο και τις επιχειρήσεις στο να αναβάλουν τις καταναλωτικές και τις επενδυτικές τους δαπάνες. Το γεγονός αυτό δημιουργεί δυνάμεις ανάσχεσης στην αύξηση της συνολικής ζήτησης, σημειώνει η Eurobank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της, με αφορμή την ανακοίνωση ότι ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο ήταν -1,8, δηλαδή αρνητικός για 20ο μήνα.
Όπως αναφέρεται, η μείωση της συνολικής προσφοράς (λόγω μείωσης της παραγωγικότητας και του φυσικού κεφαλαίου) και κυρίως οι στρεβλώσεις στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών δημιούργησαν δυνάμεις αντιστάθμισης στην πτωτική πορεία του γενικού επιπέδου των τιμών.
Μπορεί η ελληνική ύφεση να ξεκίνησε στο 3ο τρίμηνο του 2008 (ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ίσος με -0,11%) και να κορυφώθηκε στο 4ο τρίμηνο του 2010 (-9,19%), ωστόσο η μόνιμη πτωτική πορεία του πληθωρισμού, κυρίως σε επίπεδα χαμηλότερα του 2%, ξεκίνησε από τον Φεβρουάριο του 2012, σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα.
Από την αρχή της ελληνικής ύφεσης, ήτοι Μάρτιος 2008, μέχρι και τον Ιούνιο του 2009, η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του ΕΔΤΚ μειώθηκε από 4,38% σε 0,69%. Στη συνέχεια, για 15 συνεχόμενους μήνες υπήρξε μιας συνεχής αύξηση του επιπέδου του πληθωρισμού και το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο του 2010 το συγκεκριμένο μέγεθος να διαμορφωθεί στο επίπεδο του 5,66%. Η πορεία του γενικού επιπέδου των τιμών μπορεί να ερμηνευτεί σε έναν βαθμό ως αποτέλεσμα των μεταβολών του αποτελεσματικού φορολογικού συντελεστή (effective tax rate) της καταναλωτικής δαπάνης όπως αυτός υπολογίζεται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή (Eurostat).
Από το 2007 μέχρι και το 2009 υπήρξε μια μείωση κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες στον «αποτελεσματικό φορολογικό συντελεστή», ήτοι από το 16,5% στο 14,6%, ενώ το 2010 ο αποτελεσματικός φορολογικός συντελεστής της κατανάλωσης αυξήθηκε στο 16,4%. Την ίδια χρονική περίοδο, ο πληθωρισμός αυξήθηκε από 2,31% τον Ιανουάριο του 2010 σε 5,1% τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς (σε ετήσιες μεταβολές).
Η αύξηση του φορολογικού συντελεστή της κατανάλωσης οδηγεί τις επιχειρήσεις στο να προσφέρουν τις ίδιες ποσότητες αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με αυτές που προσέφεραν πριν από την αύξηση της φορολογίας, τώρα σε υψηλότερες τιμές έτσι ώστε να μετακυλήσουν, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, την φορολογική επιβάρυνση προς την πλευρά των καταναλωτών.
Δύο επιπρόσθετοι παράγοντες των οποίων η πορεία θα μπορούσε να ερμηνεύσει μερικώς την αντίστοιχη πορεία της ποσοστιαίας μεταβολής του γενικού επιπέδου των τιμών, είναι η παραγωγικότητα της εργασίας και το πραγματικό φυσικό κεφάλαιο. Η παραγωγικότητα της εργασίας συνδέεται θετικά με την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, συνεπώς η μείωσή της, όπως συνέβη το 2009 και το 2010 αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης του πληθωρισμού (αρνητική διαταραχή στην προσφορά).
Από την άλλη πλευρά, η πτώση του πραγματικού κεφαλαίου, γεγονός το οποίο συνέβη για πρώτη φορά από το 1960, δημιούργησε δυνάμεις αντιστάθμισης (μείωση της προσφοράς) στην πτωτική πορεία του πληθωρισμού από το 2010 μέχρι και σήμερα.
Συνεπώς, σημειώνει η Eurobank, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι παρά την κατακόρυφη πτώση της ζήτησης, ιδίως από το 2009 μέχρι και σήμερα δεν υπήρξε άμεση και απότομη πτώση του πληθωρισμού για τους παρακάτω λόγους:
1. Μείωση της προσφοράς λόγω αυξημένης φορολογίας.
2. Μείωση της προσφοράς λόγω μειωμένης παραγωγικότητας.
3. Μείωση της προσφοράς λόγω μείωσης του φυσικού κεφαλαίου.
4. Μειωμένος ανταγωνισμός στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και στην αγορά εργασίας.
5. Υψηλό επίπεδο παραοικονομίας.
Η συνέχιση του αποπληθωρισμού οδηγεί τόσο τους καταναλωτές όσο και τις επιχειρήσεις στον να αναβάλουν τις καταναλωτικές και τις επενδυτικές τους δαπάνες. Το γεγονός αυτό δημιουργεί δυνάμεις ανάσχεσης στην αύξηση της συνολικής ζήτησης, καταλήγει η Eurobank.