Ζημιές και ασθενική ανάπτυξη κύκλου εργασιών καταγράφει η νέα μελέτη του ΙΟΒΕ για την βιομηχανία τροφίμων, με βάση τα αποτελέσματα που παρουσίασε το 2016, δείγμα 804 επιχειρήσεων του κλάδου.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, ο ρόλος της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων είναι θεμελιώδης για την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία. Η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων καλύπτει το 1/4 (26,4%) του συνόλου των επιχειρήσεων της ελληνικής μεταποίησης, γεγονός που την κατατάσσει πρώτη ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης. Ταυτόχρονα, συνιστά και το μεγαλύτερο εργοδότη της εγχώριας μεταποίησης, αφού σε αυτήν απασχολείται επίσης το 1/3 του συνόλου των απασχολουμένων. Η παρουσία του τομέα είναι επίσης θεμελιώδους σημασίας υπό καθαρά οικονομικούς όρους, αφού βρίσκεται ανάμεσα στους πρώτους κλάδους της μεταποίησης, με την αξία παραγωγής να αγγίζει το 24,3%, την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία να αγγίζει το 24,6%, ενώ καταλαμβάνει την πρώτη θέση και σε όρους κύκλου εργασιών (σχεδόν 25,2%).
Σε ό,τι αφορά την ανάλυση των οικονομικών στοιχείων, παρουσιάζονται τα αθροιστικά μεγέθη των 804 επιχειρήσεων για το 2015 και το 2016 σε όρους μικτών αποτελεσμάτων, καθαρών αποτελεσμάτων προ φόρων, κέρδη χρήσης μετά φόρων, κύκλου εργασιών, ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων. Ο τζίρος του συνόλου των εξεταζόμενων επιχειρήσεων του δείγματος το 2016 κυμάνθηκε στα €10,5 δις, έχοντας αυξηθεί κατά 1% σε σχέση με το 2015 (€10,3 δις). Τα μικτά αποτελέσματα του συνόλου του δείγματος για το 2016 παρουσιάζουν άνοδο της τάξης του 3%, ενώ τα καθαρά κέρδη έχουν μειωθεί στο δείγμα κατά 15%. Τέλος, τα κέρδη χρήσης μετά φόρων έχουν υποχωρήσει κατά 32% το 2016 συγκριτικά με το 2015.
Από τους εξεταζόμενους υποκλάδους του δείγματος σε όρους κύκλου εργασιών, τον υψηλότερο τζίρο καταγράφουν συνολικά τα άλλα είδη διατροφής, αφού στο δείγμα έχουν και τις περισσότερες επιχειρήσεις, ενώ ακολουθούν τα φρούτα, τα γαλακτοκομικά και τα ποτά. Ωστόσο, σε όρους ποσοστιαίας μεταβολής του κύκλου εργασιών το 2016 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, τη μεγαλύτερη θετική μεταβολή στο συγκεκριμένο δείγμα καταγράφει η Παραγωγή κρέατος (4%) και ακολουθούν τα Ψάρια (2,8%) και τα Ποτά (2,6%). Η Παραγωγή ελαίων και λιπών (2%), τα Φρούτα και λαχανικά (1,3%), τα Άλλα είδη διατροφής (1,2%) και τα γαλακτοκομικά (1%) καταγράφουν επίσης θετική μεταβολή στο τζίρο τους το 2016.
Στον αντίποδα, τα Προϊόντα αλευρομύλων (-3,7%) και οι Ζωοτροφές (-1,4%) σημειώνουν πτώση στο τζίρο τους.
Σε όρους καθαρών αποτελεσμάτων χρήσεως προ φόρων, από τις 804 επιχειρήσεις του δείγματος, οι 572 (από 555 το 2015 στο κοινό δείγμα), δηλαδή το 71%, παρουσίασαν κερδοφορία το 2016, έναντι των υπολοίπων 232 (από 249 το 2015 στο κοινό δείγμα), δηλαδή το υπόλοιπο 29% του δείγματος, οι οποίες και κατέγραψαν ζημίες. Έτσι, υπάρχουν 22 επιπλέον κερδοφόρες επιχειρήσεις στο σύνολο του κλάδου το 2016 σε σχέση με το 2015, δηλαδή ένα 2% έχει αυξήσει τα καθαρά του κέρδη μέσα σε ένα έτος.
Από το σύνολο των 572 κερδοφόρων επιχειρήσεων του δείγματος, εκείνες που αύξησαν τα κέρδη τους το 2016 σε σχέση με το 2015 ανέρχονται σε 218 (27% του συνόλου), ενώ εκείνες που μείωσαν τα κέρδη τους σε 266 (33% του συνόλου). Επιπλέον, 88 επιχειρήσεις (11% του συνόλου) το 2016 παρουσίασαν κέρδη, όταν το 2015 κατέγραφαν ζημίες. Από την άλλη πλευρά, από τις 232 ζημιογόνες επιχειρήσεις το 2016, οι 70 επιχειρήσεις (9% του συνόλου) του δείγματος αύξησαν τις ζημίες τους το 2016 και οι 91 τις μείωσαν, χωρίς όμως να παρουσιάσουν κέρδη. Επιπρόσθετα, 71 επιχειρήσεις (9% του συνόλου) που ήταν κερδοφόρες το 2015, το 2016 παρουσίασαν ζημιά στα αποτελέσματα χρήσεως.
Το δείγμα των επιχειρήσεων στο σύνολο της μεταποίησης τροφίμων και ποτών έχει μειώσει τα καθαρά του κέρδη προ φόρων κατά 15% το 2016 και τα καθαρά κέρδη μετά φόρων έχουν μειωθεί κατά το διπλάσιο, δηλαδή κατά 32%. Η φορολογία των κερδών επομένως συμπιέζει τα κέρδη τόσο ώστε η συνολική ζημία να διπλασιαστεί. Ενώ τα καθαρά κέρδη προ φόρων φθάνουν συνολικά τα €174 εκατ. μετά τους φόρους συμπιέζονται στα €45,4 εκατ.
Σε επίπεδο υποκλάδων σε όρους καθαρών αποτελεσμάτων χρήσης προ φόρων το 2016, ενώ όλοι παρουσιάζουν αθροιστικά θετικά αποτελέσματα, τα κέρδη έχουν ωστόσο μειωθεί σε σχέση με το 2015 στα φρούτα και λαχανικά, τα έλαια και λίπη, τις ζωοτροφές και τα άλλα είδη διατροφής. Για το 2016, τα υψηλότερα κέρδη προ φόρων σημειώνουν τα επεξεργασμένα φρούτα και λαχανικά (€39 εκατ. από €78 εκατ. το 2015), τα ποτά (ε36,6 εκατ. από ζημίες €2,5 εκατ. το 2015) και τα έλαια και λίπη (€32 εκατ. από €33,6 το 2015). Τα λοιπά είδη διατροφής παρουσιάζουν οριακά κέρδη στο σύνολο του δείγματος το 2016 (€0,8 εκατ.), όταν το 2015 ήταν ο δεύτερος πιο κερδοφόρος κλάδος (€53 εκατ.). Οι επιχειρήσεις κρέατος καταγράφουν επίσης οριακά κέρδη που αγγίζουν τα €0,3 εκατ. το 2016, όταν το προηγούμενο έτος κατέγραφαν απώλειες της τάξης των €3,4 εκατ.
Η εικόνα για τα κέρδη χρήσης μετά φόρων έχει διαφορές συγκριτικά με εκείνη στα κέρδη προ φόρων ως προς το γεγονός ότι οι φόροι συμπιέζουν σημαντικά τα κέρδη ορισμένων κλάδων, ενώ δημιουργούν τελικά ζημίες σε κερδοφόρους κλάδους, όπως το κρέας και τα λοιπά είδη διατροφής.
Τα τελευταία συγκεκριμένα καταγράφουν τις υψηλότερες απώλειες κερδών λόγω φορολογίας, με τις ζημίες να ανέρχονται σχεδόν στα €40,5 εκατ. το 2016, ήτοι οι φόροι ευθύνονται για απώλειες της τάξης των €41 εκατ. στον συγκεκριμένο κλάδο. Μεγάλη είναι και η επιρροή της φορολογίας στα ποτά και στα φρούτα και λαχανικά, αφού η διαφορά στα κέρδη προ και μετά φόρων στους δύο συγκεκριμένους κλάδους (δηλαδή το ύψος της φορολογίας) φθάνει αντίστοιχα τα €20 εκατ. και €29 εκατ.