Στον κλάδο της ζυθοποιίας δραστηριοποιείται μικρός αριθμός βιομηχανιών, οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς το μέγεθος, το δίκτυο διανομής και το βαθμό κάλυψης της ελληνικής αγοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένη συγκέντρωση, καθώς μικρός αριθμός εταιρειών ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης.
Οι μεγάλες βιομηχανίες ζύθου διαθέτουν σταθερή οργανωμένη παραγωγή, ποικιλία εμπορικών σημάτων και εκτεταμένο δίκτυο διανομής. Παράλληλα, στην αγορά εντοπίζεται ένας αξιόλογος αριθμός μικροζυθοποιείων, τα οποία παράγουν μικρές ποσότητες μπίρας και έχουν περιορισμένο δίκτυο διανομής, ενώ το πλήθος τους αυξάνεται διαχρονικά σε ετήσια βάση, ειδικά από το 2013 και έπειτα. Τέλος, οι εισαγωγικές επιχειρήσεις εισάγουν ποικιλία οινοπνευματωδών ποτών, με τις πωλήσεις της μπίρας να αντιπροσωπεύουν, συνήθως, μικρό ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών τους.
Η εγχώρια παραγωγή ζύθου εμφανίζει ετήσιες διακυμάνσεις, με σημαντικές μεταβολές να καταγράφονται την περίοδο 2018 – 2020. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους, τη διετία 2019 – 2020 η παραγωγή μπίρας συρρικνώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 15%, ενώ το 2018 διαμορφώθηκε στα υψηλότερα επίπεδα της περιόδου 2015 – 2020. Αναφορικά με το 2021, παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι η εγχώρια παραγωγή ενισχύθηκε σε σχέση με το 2020, ως αποτέλεσμα της σταδιακής ομαλοποίησης της αγοράς, της ενίσχυσης της εγχώριας κατανάλωσης καθώς και της αύξησης των εξαγωγών.
Σύμφωνα με την Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια της Διεύθυνσης Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η κατανάλωση μπίρας μειώθηκε σημαντικά το 2020, ως απόρροια της πανδημίας (COVID-19), παρουσιάζοντας μείωση περίπου 23% έναντι του 2019. Τα μέτρα αναστολής λειτουργίας των καταστημάτων της “κρύας” αγοράς (εστιατόρια, μπιραρίες, κ.α.) για μεγάλες χρονικές περιόδους εντός του έτους, παράλληλα με τη ραγδαία μείωση των τουριστικών αφίξεων (-76,5% 2020/19) συντέλεσαν σε έντονη πτώση της κατανάλωσης. Στον αντίποδα, η ποσότητα που διοχετεύθηκε στη “ζεστή” αγορά αυξήθηκε, καθώς οι πολίτες αύξησαν την κατ’ οίκον κατανάλωση. Το 2021 η πραγματική κατανάλωση μπίρας εκτιμάται ότι ενισχύθηκε κατά 15,5%, σε σχέση με το 2020. Η άρση των περιοριστικών μέτρων και η παράλληλη αύξηση της προσέλευσης τουριστών στη χώρα οδήγησαν στην ενίσχυση των πωλήσεων, ανακτώντας σχεδόν το 50% της «χαμένης» ποσότητας. Ωστόσο, το 2021 η κατανάλωση ζύθου δεν άγγιξε τα μεγέθη προ “κορονοϊού”, καθώς ήταν μειωμένη 11% περίπου συγκριτικά με το 2019.
Αναφορικά με τις προοπτικές του κλάδου και την εξέλιξη της κατανάλωσης, παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι, η αύξηση της τουριστικής προσέλευσης και η αποφυγή νέων περιορισμών στη λειτουργία των κέντρων εστίασης και χώρων διασκέδασης, θα συντελέσουν σε περαιτέρω μεγέθυνση της αγοράς τα προσεχή έτη. Ειδικότερα, προβλέπεται αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης ζύθου κατά τη διετία 2022 – 2023 με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 7%.
Με βάση τα αποτελέσματα της Κλαδικής Μελέτης της ICAP CRIF, καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει τη ζήτηση ζύθου είναι η εποχικότητα. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες και γενικότερα η επιμήκυνση του καλοκαιριού αποτελούν συνθήκες που μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η ελληνική αγορά ζύθου ευνοείται σημαντικά με την αύξηση της τουριστικής κίνησης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στη χώρα μας.
Επιπρόσθετα, η τιμή πώλησης της μπίρας επιδρά θετικά στην κατανάλωση, καθώς σε περιόδους οικονομικής στενότητας οι καταναλωτές μετατοπίζουν τη ζήτηση από κατηγορίες αλκοολούχων ποτών με υψηλές τιμές σε άλλες φθηνότερες. Ένας ακόμα σπουδαίος παράγοντας επιρροής των καταναλωτών είναι η διαφήμιση, η οποία στρέφει (ως ένα βαθμό) τη ζήτηση προς τα διαφημιζόμενα εμπορικά σήματα της αγοράς.
Η Όλγα Σιμώνη, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η οποία επιμελήθηκε την συγκεκριμένη μελέτη, αναφέρει ότι η αγορά της μπίρας διακρίνεται σε δύο κανάλια: στο “κρύο” που περιλαμβάνει κυρίως τους χώρους εστίασης και αναψυχής και καταλαμβάνει το 45% των συνολικών πωλήσεων μπίρας, καθώς και στο “ζεστό” που αφορά την οικιακή κατανάλωση και καλύπτει το υπόλοιπο 55% αντίστοιχα. Γεγονός αποτελεί ότι μέχρι το 2019 το κανάλι της “κρύας” αγοράς κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης, καθώς την περίοδο 2016-2019 αποσπούσε περίπου το 60% των συνολικών πωλήσεων. Ωστόσο, την τελευταία διετία (2020-2021) καταγράφηκε πτώση των πωλήσεων στο συγκεκριμένο κανάλι διανομής, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η οικιακή κατανάλωση, χωρίς όμως να αντισταθμίσει την πτώση που σημειώθηκε στην “κρύα” αγορά.
Το εμπορικό ισοζύγιο για τη μπίρα ήταν αρνητικό από το 2010 έως το 2019, καθώς η αξία των εισαγωγών ήταν σημαντικά υψηλότερη της αξίας των εξαγωγών. Η εικόνα αυτή αντιστράφηκε το 2020, με το εμπορικό ισοζύγιο να σημειώνει θετικό αποτέλεσμα και την αξία εξαγωγών να είναι κατά 5,8 εκατ. μεγαλύτερη από την αξία εισαγωγών. Η διεύρυνση των εξαγωγών το 2020 συντέλεσε σε αύξηση του ποσοστού εξαγωγικής επίδοσης το οποίο διαμορφώθηκε σε 18,2%, παρουσιάζοντας την υψηλότερη τιμή της δεκαετίας 2010-2020. Παράλληλα, το ποσοστό εισαγωγικής διείσδυσης μειώθηκε σημαντικά την ίδια περίοδο, καθώς από 13,8% το 2010, το 2020 διαμορφώθηκε σε 8,7%.
Σε παγκόσμιο επίπεδο η Κίνα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός μπίρας, με παραγωγή 341,1 εκατ. HL το 2020 και ακολουθούν οι Η.Π.Α. με 211,2 εκατ. HL το ίδιο έτος. Αναφορικά με τις ευρωπαϊκές χώρες, στην πέμπτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης βρίσκεται η Γερμανία, αποσπώντας μερίδιο 25,5% στη συνολική παραγωγή της Ε.Ε.. Μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων παραγωγών διεθνώς, οι τέσσερις είναι ευρωπαϊκές εταιρείες. Οι πέντε μεγαλύτερες παραγωγικές εταιρείες, βάσει της ποσότητας παραγωγής τους το 2020, είναι οι εξής: Anheuser-Busch InBev (Βέλγιο), Heineken (Ολλανδία), Carlsberg (Δανία), China Res Snow Breweries (Κίνα) και Molson-Coors (Η.Π.Α./Καναδάς).
Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού, ο οποίος συντάχθηκε βάσει δείγματος 11 αντιπροσωπευτικών παραγωγικών επιχειρήσεων, προκύπτουν τα εξής: Το σύνολο του ενεργητικού μειώθηκε 6,3% το 2019/20, με τις απαιτήσεις να συρρικνώνονται 48,6% το ίδιο έτος. Τα ίδια κεφάλαια, ομοίως ελαττώθηκαν το 2020 κατά 9,1% έναντι του 2019, με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις να συρρικνώνονται 10,1%, ενώ οι μέσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις & προβλέψεις αυξήθηκαν (+6,6%) την ίδια περίοδο. Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος ελαττώθηκαν κατά 20,4%, με τα μικτά κέρδη να μειώνονται αντίστοιχα 24,4% το 2020 έναντι του προηγούμενου έτους. Το γεγονός αυτό συντέλεσε σε σημαντική συρρίκνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων κατά 64,4% (2020/19) των εταιρειών και οδήγησε σε ζημίες το 2020, εν αντιθέσει με το 2019 όπου το καθαρό αποτέλεσμα ήταν κερδοφόρο. Ολοκληρώνοντας, σημειώνεται ότι το περιθώριο μικτού κέρδους διατηρείται σε υψηλά επίπεδα τη διετία 2019 – 2020 και διαμορφώνεται σε 62% το 2020, ενώ η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων επιδεινώθηκε το 2020 (-2,3%), έναντι του 2019 (18,5%).