Ειδήσεις
Home / Επιχειρησεις / Icap: Ανέκαμψε η παραγωγή πλαστικής συσκευασίας το 2014

Icap: Ανέκαμψε η παραγωγή πλαστικής συσκευασίας το 2014

Σημάδια ανάκαμψης εμφάνισε η εγχώρια παραγωγή ειδών πλαστικής συσκευασίας το 2014, μετά από μια πενταετία συνεχούς υποχώρησης.

Ο κλάδος της πλαστικής συσκευασίας χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, ιδιαίτερα σε ορισμένες κατηγορίες τελικών προϊόντων στις οποίες δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και παρατηρείται υπερβάλλουσα προσφορά. Η πορεία του κλάδου συνδέεται και επηρεάζεται άμεσα από την πορεία των αγορών των συσκευαζόμενων προϊόντων στις οποίες απευθύνεται. Οι τελευταίες μεταβολές αλλά και οι προοπτικές εξέλιξης του κλάδου της Χάρτινης Συσκευασίας παρουσιάζονται στην δέκατη έκδοση της μελέτης που εκπόνησε πρόσφατα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.

Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς πλαστικών ειδών συσκευασίας καλύπτουν οι παραγωγικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων το ύψος των εισαγωγών είναι σημαντικό. Όσον αφορά στις εξαγωγές, στα εύκαμπτα υλικά συσκευασίας (όπως φύλλα και φιλμ) πραγματοποιούνται σημαντικές εξαγωγές, σε αντίθεση με τα δύσκαμπτα προϊόντα πλαστικής συσκευασίας όπου οι εξαγωγές είναι σχεδόν αμελητέες,  λόγω του μεγάλου όγκου τους που αυξάνει σημαντικά το κόστος μεταφοράς.

Ο κλάδος της πλαστικής συσκευασίας βίωσε δύσκολες καταστάσεις την πενταετία της παρατεταμένης ύφεσης, αφού όλοι σχεδόν οι κλάδοι – πελάτες των προϊόντων του επλήγησαν, με αποτέλεσμα να μειωθεί αντίστοιχα και η ζήτηση για τα εν λόγω προϊόντα. Περαιτέρω, οι συνθήκες πιστωτικής «ασφυξίας», η σημαντική μείωση των πιστώσεων από προμηθευτές του εξωτερικού και η δυσκολία είσπραξης των απαιτήσεων από τους πελάτες, επιδείνωσαν τη ρευστότητα αρκετών επιχειρήσεων. Ορισμένες από αυτές αναγκάστηκαν να οδηγηθούν στην άρση της λειτουργίας τους, με συνέπεια τη συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού του κλάδου.

Το μέγεθος της συνολικής εγχώριας παραγωγής πλαστικών ειδών συσκευασίας παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη την περίοδο 1992-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 5,2%. Στη συνέχεια, ωστόσο (2009-2013), η εξέλιξη της παραγωγής ήταν πτωτική, με αποτέλεσμα το 2013 το συνολικό μέγεθος να μειωθεί κατά 13% σε σχέση με το 2008. To 2014 η πτωτική πορεία ανακόπηκε και η συνολική παραγωγή των προϊόντων του εμφάνισε αύξηση της τάξης του 2% το 2014/13.

Η συνολική ποσότητα των εισαγομένων πλαστικών ειδών συσκευασίας ακολούθησε εν γένει καθοδική πορεία το διάστημα 2007-2013, παρουσιάζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 4,7%. Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές πλαστικών ειδών συσκευασίας (σε όρους ποσότητας) σημείωσαν διακυμάνσεις, ωστόσο την τριετία 2010-2012 η τάση που επικράτησε ήταν αυξητική, με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,8%. Αντίθετα, το 2013 οι εξαγωγές υποχώρησαν, μειούμενες 5% σε σχέση με το 2012. Η αντίστοιχη αξία των συνολικών εξαγωγών μειώθηκε κατά 2% το ίδιο διάστημα.

Σχετικά με την σύνθεση των εισαγωγών, η κατηγορία «σάκοι, σακουλάκια, τσαντάκια και χωνιά»  κάλυψε το 31,3% των συνολικά εισαγόμενων ποσοτήτων και ακολούθησε η κατηγορία «νταμιτζάνες, φιάλες, φιαλίδια» με 24,1%. Στο επίπεδο των εξαγωγών, την πρώτη θέση κατέλαβε η κατηγορία «νταμιτζάνες, φιάλες, φιαλίδια» με 31,5% επί του συνόλου, ακολουθούμενη από την κατηγορία «κουτιά, κιβώτια, θήκες και παρόμοια είδη» με 26,1%.

Ο Ιάκωβος Κατακουζηνός, Senior Manager της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group σχολιάζει σχετικά με τις εξελίξεις της συγκεκριμένης αγροάς: «Το μέγεθος της συνολικής εγχώριας αγοράς πλαστικών ειδών συσκευασίας είχε παρουσιάσει σημαντική ανάπτυξη την περίοδο 1992-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,8%. Ωστόσο, η οικονομική ύφεση που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα η εγχώρια αγορά να καταγράψει μείωση την πενταετία 2009 -2013 με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,4%. Το 2014 η αγορά έλαβε θετικό πρόσημο συνολικά, σημειώνοντας οριακή αύξηση».

Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αγοράς ειδών πλαστικής συσκευασίας κατείχε μέχρι το 2004 η κατηγορία «σάκοι, σακούλες και τσάντες». Τα τελευταία έτη, ωστόσο (2005-2014), την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τα πλαστικά «φύλλα-φιλμ». Το ποσοστό συμμετοχής τους στο μέγεθος της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης πλαστικών ειδών συσκευασίας ανήλθε σε 28% περίπου, το 2014. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται πλέον η κατηγορία «φιάλες και τα λοιπά φιαλοειδή προϊόντα», με ποσοστό 22% και ακολουθούν οι «σάκοι, σακούλες και τσάντες» με ποσοστό 21%. Η κατηγορία των πλαστικών «κουτιών, κιβωτίων και τελάρων», εκτιμάται ότι συμμετείχε με ποσοστό 9,5% το 2014, ενώ η κατανάλωση των πλαστικών «κυπέλλων, βάζων και μικρών δοχείων» κάλυψε το 7,6% του συνόλου. Περαιτέρω, η κατηγορία των βαρελιών, μπιτονιών και μεγάλων δοχείων απέσπασε επίσης μερίδιο της τάξης του 7,5% η δε κατηγορία των δεξαμενών, ντεπόζιτων και βυτίων καταλαμβάνει πολύ χαμηλότερο μερίδιο στη συνολική αγορά των ειδών πλαστικής συσκευασίας.

Στα πλαίσια του υφιστάμενου κλίματος και δεδομένης της μειωμένης εγχώριας ζήτησης, ολοένα και περισσότερες εταιρείες αναζητούν διέξοδο στις εξαγωγές, οι οποίες εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν την ανοδική τους τάση κατά την επόμενη διετία.

Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων παραγωγής πλαστικών ειδών συσκευασίας  βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Από την σύνταξη του ομαδοποιημένου ισολογισμού των επιχειρήσεων παραγωγής τελικών ειδών πλαστικής συσκευασίας (βάσει δείγματος 79 εταιρειών) επισημαίνονται τα εξής:

Το σύνολο του ενεργητικού των εταιρειών αυτών παρουσίασε μικρή υποχώρηση (-1,3%) το 2013/12, λόγω κυρίως της μείωσης της αξίας των καθαρών παγίων. Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος μειώθηκαν οριακά, κατά 0,54%, το 2013/12, ωστόσο η συμπίεση του κόστους πωλήσεων οδήγησε σε σημαντική βελτίωση των μικτών κερδών (5,3%), το 2013/12. Το 2013 σημειώθηκε εντυπωσιακή αναστροφή (σε σχέση με το 2012), τόσο σε επίπεδο λειτουργικού, όσο και προ φόρου αποτελέσματος και επάνοδος στην κερδοφορία. Σημαντικός παράγοντας που συνέβαλλε στη θετική αυτή εξέλιξη ήταν η περικοπή των “λοιπών λειτουργικών εξόδων” και των χρηματοοικονομικών δαπανών. Το τελικό καθαρό αποτέλεσμα ήταν κερδοφόρο το 2013, έναντι ζημιογόνων αποτελεσμάτων για το 2012. Ομοίως, τα κέρδη EBITDA κατέγραψαν αύξηση 19,6% το ίδιο διάστημα.