Ειδήσεις
Home / Top Slider / Αποσταγματοποιοί: Η μάστιγα του λαθρεμπορίου χύμα τσίπουρου δεν λύνεται με ημίμετρα

Αποσταγματοποιοί: Η μάστιγα του λαθρεμπορίου χύμα τσίπουρου δεν λύνεται με ημίμετρα

Την μεγάλη έκπληξη και απογοήτευσή του εκφράζει ο κλάδος της παραγωγής ποτών, αποσταγμάτων και οίνων  (ΣΕΑΟΠ, ΕΝΑΠΑΠΕ , ΣΕΟ), για τις διατάξεις του νέου πολυνομοσχεδίου με τις οποίες  τροποποιείται ο Ν. 2969/2001 σχετικά με το καθεστώς των μικρών αποσταγματοποιών (διήμερων), καθώς εκτιμάται ότι συντηρεί το καθεστώς παραγωγής παράνομου χύμα τσίπουρου. 

Σε κοινή ανακοίνωσή τους οι τρεις φορείς  αναφέρουν:

“Δυστυχώς η ευκαιρία για μια ουσιαστική τομή, για να εξυγιανθεί ένα καθεστώς διευρυμένης ανομίας, και για να δοθεί μια ώθηση ανάπτυξης ενός ελληνικού παραδοσιακού προϊόντος με σημαντικές εξαγωγικές δυνατότητες χάνεται ακόμα μια φορά. Διατηρείται πρακτικά ανέπαφο το ίδιο υπάρχον καθεστώς, επιτρέποντας στους λαθρέμπορους να συνεχίσουν τη δράση τους, πλουτίζοντας σε βάρος της υγείας και της τσέπης του Έλληνα καταναλωτή.

Υπενθυμίζουμε ότι η αλλαγή του εν λόγω καθεστώτος έχει συμπεριληφθεί στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκφράσει, μέσω πλέον αιτιολογημένης γνώμης, την αντίθεσή της στο εν λόγω καθεστώς, με αποτέλεσμα η Χώρα να βρίσκεται ένα βήμα πριν την προσφυγή εναντίον της ενώπιον του Δικαστηρίου της Ε.Ε. και την βέβαιη καταδίκη της.

Τονίζουμε επίσης ότι μετά την άστοχη επιβολή του Ε.Φ.Κ. στο κρασί το περασμένο έτος, αυξήθηκαν κατακόρυφα τα φαινόμενα λαθρεμπορίας και γενικότερα παράνομης διακίνησης αμπελοοινικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της σταφυλικής παραγωγής. Θα ανέμενε κανείς ότι η όποια προσπάθεια αναμόρφωσης του καθεστώτος των διήμερων θα κινούνταν στην κατεύθυνση της εξυγίανσης του κλάδου.

Υπογραμμίζουμε, τέλος ότι τόσο το πόρισμα της Ευκαιριακής Επιτροπής που συστάθηκε με την υπ.αριθμ. Δ6Α11801ΕΞ2012/28-12-2012 ΑΥΟ με σκοπό την επανεξέταση του όλου καθεστώτος των (διήμερων) μικρών αποσταγματοποιών, και που εξεδόθη στις 28.05.2013 όσο και οι πάγιες θέσεις των θεσμικών οργάνων του κλάδου (ΕΝΑΠΑΠΕ, ΣΕΑΟΠ, ΣΕΟ) συγκλίνουν στο αυτονόητο: την απαγόρευση εμπορίας του προϊόντος απόσταξης των διήμερων αποσταγματοποιών και την περιορισμένη παραγωγή αυστηρά για οικογενειακή κατανάλωση.

Θέλουμε εδώ να κάνουμε ξεκάθαρο πώς δεν είμαστε κατά των μικρών διήμερων παραγωγών, αλλά είμαστε κατά των διακρίσεων και στρεβλώσεων που δημιουργούν στην αγορά συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.

Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, όχι μόνο δεν δίδουν λύση αλλά θα συμβάλουν καθοριστικά στην περαιτέρω στρέβλωση της αγοράς αλλά και στην αύξηση της παράνομης διακίνησης αφορολόγητης αλκοόλης, αμφίβολης ποιότητας που θα χρησιμοποιεί τα κανάλια διανομής των διήμερων αποσταγματοποιών για να κερδοσκοπεί σε βάρος των νόμιμων επιχειρήσεων, των καταναλωτών και της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας. Αντί να αναμορφωθεί το καθεστώς της φορολογικής μεταχείρισης ενός προϊόντος που έχει παραγκωνίσει σε όγκο το τσίπουρο (ενώ μάλιστα συχνά χρησιμοποιεί την εν λόγω Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη για την προβολή του), και να εισπραχθούν έσοδα που θα τονώσουν τα ταμεία του κράτους από διαφυγόντες φόρους οι οποίοι σήμερα πάνε στις τσέπες ολίγων επιτηδείων, επιλέγεται, για μια ακόμα φορά η οδός των ημιμέτρων.

Αν η κατάσταση των νόμιμων αποσταγματοποιείων δεν ήταν στην δεινή θέση που βρίσκονται σήμερα, θα ήταν απλώς αστεία η θέση της εισηγητικής έκθεσης σύμφωνα με την οποία η αντικατάσταση των κείμενων διατάξεων από τις προτεινόμενες συμβάλλει στην «ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού και της ίσης μεταχείρισης στον τομέα των αλκοολούχων ποτών». Η κραυγαλέα διακριτική μεταχείριση σε βάρος των επιχειρήσεων της αποσταγματοποιίας παραμένει.

Παρέχεται μάλιστα και «άλλοθι» νομιμότητας για την παράνομη διακίνηση αποσταγμάτων: το γεγονός ότι εισάγεται εξαίρεση από την υποχρέωση φορολογικών στοιχείων για ποσότητα 120 κιλών (sic) που προορίζονται για οικογενειακή χρήση και μπορούν να διακινούνται ελεύθερα, είναι δηλωτικό είτε μνημειώδους ευήθειας είτε κραυγαλέας κακής πίστης. Με δεδομένες τις χρόνιες και σοβαρές δυσκολίες στην άσκηση ελέγχων, η εν λόγω ρύθμιση δίδει την δυνατότητα καταστρατηγήσεων και κάλυψης παράνομων δραστηριοτήτων όπως η εισαγωγή και κατόπιν διάθεση αλκοόλης.

Ενδεικτικά αναφέρουμε :

  • Τα επίσημα στοιχεία των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι ετησίως ανανεώνονται πάνω από 30.000 άδειες απόσταξης, ενώ οι επίσημα δηλωμένοι άμβυκες είναι περίπου 5.000.
  • Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς η κατανάλωση χύμα τσίπουρου είναι τουλάχιστον 10πλάσια σε σχέση με το εμφιαλωμένο, με το 85% του χύμα τσίπουρου που πωλείται στην αγορά να μην δηλώνεται.
  • Σε πρόσφατη κλαδική μελέτη του ΙΟΒΕ (2015), εκτιμήθηκε ότι ο όγκος του παράνομα διακινούμενου χύμα τσίπουρου διημέρων το 2014 άγγιξε τα 24 εκ. λίτρα με τις ετήσιες απώλειες φορολογικών εσόδων από την παράνομη διακίνηση να υπερβαίνουν τα 300 εκ. ευρώ ετησίως.

Υπάρχει κάποιος που πιστεύει πως με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, θα αντιμετωπιστούν τα ανωτέρω φαινόμενα και θα ρυθμιστεί η αγορά;

Υπάρχει η δυνατότητα να ελέγχονται οι διήμεροι παραγωγοί, με τον ίδιο τρόπο που ελέγχονται οι επίσημες αποσταγματοποιίες, ώστε να διασφαλιστεί  η υγεία του καταναλωτή;

Ανάξια σχολίων είναι και τα πρόστιμα (;) που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις. Με δεδομένα τα τεράστια κέρδη που αποδίδει η λαθρεμπορία, η απειλή επιβολής προστίμων 500 ή 1500 ευρώ δεν έχουν καμία αποτρεπτική δράση.

Ας μην βιαστούν κάποιοι να μιλήσουν για προστασία του εισοδήματος «φτωχών και καταφρονεμένων» αμπελουργών. Από το συγκεκριμένο καθεστώς, που διαιωνίζεται, συντηρούνται κυκλώματα κερδοσκόπων.

Τέλος

Και όλα αυτά, χωρίς διαβούλευση με τους φορείς ούτε θάρρος να επιλυθεί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που εκθέτει την Χώρα.

Η λύση είναι μία και την γνωρίζετε: παραγωγή αποστάγματος από διήμερους αποκλειστικά για οικογενειακή χρήση, απαγόρευση της εμπορίας και εξομοίωση της φορολογικής μεταχείρισης του εν λόγω προϊόντος με τον γενικό συντελεστή ΕΦΚ ή έστω με τον μειωμένο συντελεστή που ισχύει για το τσίπουρο. Με τον τρόπο αυτό αφενός οι πραγματικοί οικογενειακοί καταναλωτές, όχι μόνο δεν πλήττονται αλλά αντίθετα ελαφρύνονται από την σημερινή φορολογική επιβάρυνση αφετέρου δίνεται η δυνατότητα στην κατηγορία να αναπτυχθεί σε υγιείς βάσεις.

Εάν κάποιος θέλει να διακινήσει το προϊόν του,  η αγορά είναι ανοιχτή για όλους,  αλλά αυτό πρέπει να γίνεται με τους ίδιους όρους και τις ίδιες προϋποθέσεις για όλους”.