Ειδήσεις
Home / Οικονομια / Οι επιπτώσεις από τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ ΕΕ – Ουκρανίας

Οι επιπτώσεις από τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ ΕΕ – Ουκρανίας

Τέθηκε σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2016, η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ ΕΕ και Ουκρανίας, η οποία αποτελεί το οικονομικό και εμπορικό σκέλος της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΕ-Ουκρανίας, που εφαρμόζεται προσωρινώς από τον Νοέμβριο 2014.

Όπως αναφέρει το Γραφείο Ο.Ε.Υ της Ελληνικής Πρεσβείας στο Κίεβο, η Συμφωνία αποτελείται από 486 άρθρα και ένα ογκοδέστατο αριθμό προσαρτημάτων (1800 σελίδες), στα οποία προβλέπονται οι τεχνικές λεπτομέρειες της εφαρμογής της ως προς τα χρονοδιαγράμματα, τις τελωνειακές διακυμάνσεις, τις μεταβατικές περιόδους, κλπ.

Ο βασικός στόχος της Συμφωνίας επικεντρώνεται στην απελευθέρωση του διμερούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών με την προοδευτική εξάλειψη δασμολογικών επιβαρύνσεων και λοιπών τελωνειακών φραγμών, την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που σκοπούν στην βαθμιαία εναρμόνιση της ουκρανικής νομοθεσίας προς τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, την περαιτέρω ενίσχυση των διμερών εμπορικών και οικονομικών σχέσεων των συμβαλλομένων μερών, καθώς και την βελτίωση του επενδυτικού κλίματος της Ουκρανίας.

Τόσο από το περιβάλλον της αρμόδιας Επιτόπου, κυρίας Marmstrom, όσο και από πλευράς Ουκρανών αξιωματούχων, η Συμφωνία χαρακτηρίζεται ως «ο ακρογωνιαίος λίθος» στις διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Ουκρανίας και επισημαίνονται οι προοπτικές που διανοίγονται προς όφελος των συμβαλλομένων μερών, σε επίπεδο επιχειρήσεων, επενδύσεων και καταναλωτών.

Η ευθυγράμμιση της ουκρανικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό κεκτημένο και τις τεχνικές προδιαγραφές ΕΕ, μέσω μεικτών κλιμακίων εμπειρογνωμόνων, αναμένεται να εξασφαλίσει την ποιοτική αναβάθμιση των πιστοποιημένων ουκρανικών προϊόντων και την προοπτική σταθερής τους πρόσβασης στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά (μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 8.849 πιστοποιήσεις βάσει προδιαγραφών ΕΕ). Από την άλλη πλευρά, ο δασμολογικός αφοπλισμός κατά την εισαγωγή ευρωπαϊκών προϊόντων υψηλής ποιότητας στην Ουκρανία αναμένεται να αυξήσει τον ανταγωνισμό και να λειτουργήσει θετικά προς όφελος των Ουκρανών καταναλωτών. Επιπροσθέτως, στα διαλαμβανόμενα περί προοδευτικής εναρμόνισης της ουκρανικής νομοθεσίας προς την ευρωπαϊκή, ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στην ενσωμάτωση διάφανου θεσμικού πλαισίου στον τομέα των δημοσίων προμηθειών και των ανοικτών διεθνών πλειοδοτικών διαγωνισμών, στην εμπέδωση κανόνων υγιούς ανταγωνισμού κατά τα ισχύοντα στην ΕΕ, στη διενέργεια φυτο-υγειονομικών ελέγχων, στη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση διατροφικής επάρκειας, καθώς και στην κατοχύρωση και προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Διεθνείς αναλυτές επισημαίνουν ότι η εφαρμογή των ανωτέρω αναμένεται μεσοπρόθεσμα να επιδράσει αποτελεσματικά στον εκσυγχρονισμό, την διαφοροποίηση και την ανταγωνιστικότητα της ουκρανικής οικονομίας, με αύξηση 6% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, στην δημιουργία πρόσθετων κινήτρων για επίσπευση εφαρμογής ριζικών διαρθρωτικών αλλαγών, στην καταπολέμηση της διαφθοράς, στην βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και στην προσέλκυση ευρωπαϊκών επενδύσεων.

Από την άλλη πλευρά, με την εφαρμογή της Συμφωνίας, σε συνδυασμό με την εν εξελίξει υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων, αναμένεται, πέραν της αύξησης των ευρωπαϊκών εξαγωγών, να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για προσέλκυση ευρωπαϊκών επενδύσεων. Στις εκτιμήσεις των διεθνών αναλυτών κυριαρχεί η η άποψη ότι επιφανείς επενδυτικοί ευρωπαϊκοί όμιλοι θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (ανταγωνιστικό φθηνό και εξαιρετικά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, γεωγραφική εγγύτητα, χαμηλό μεταφορικό κόστος, χαμηλό κόστος ενέργειας, κλπ) για πραγματοποίηση επενδύσεων.

Παράλληλα, η εφαρμογή της Συμφωνίας παρέχει τη δυνατότητα ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα της Ουκρανίας, μέσω χρηματοδοτικής βοήθειας ΕΕ. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στον τομέα των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων, πέραν της υλοποίησης των ήδη εφαρμοζόμενων κοινοτικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων, προβλέπεται η συνέχιση της συνδρομής της ΕΕ, μέσω της νέας συμπληρωματικής χρηματοδοτικής δράσης διευκόλυνσης «DCFTA Facility for SME’s», ύψους 100 εκατ. €, η οποία, με συμμετοχή της ΕBRD, αποσκοπεί στην προσαρμογή των ουκρανικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων προς τα νέα δεδομένα, την υποβοήθηση των εξωστρεφών ουκρανικών εταιρειών στην αναζήτηση αναδυόμενων επιχειρηματικών συμπράξεων με επιχειρήσεις της ΕΕ, καθώς και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Σημειώνεται ότι η εφαρμογή της Συμφωνίας όξυνε περαιτέρω τον «εμπορικό πόλεμο» Ρωσίας-Ουκρανίας. Η Ρωσία, υπό το πρόσχημα ότι, με την εφαρμογή της Συμφωνίας, η αγορά της θα κατακλυσθεί από ευρωπαϊκά προϊόντα,-κάτι που διαψεύδεται από τις Βρυξέλλες- απέκλεισε την Ουκρανία από τη Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, επεκτείνοντας, ταυτόχρονα με την έναρξη εφαρμογής της DCFTA, και στην Ουκρανία, το εμπάργκο στην εισαγωγή τροφίμων, που ήδη ισχύει για τις χώρες ΕΕ.

Τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα την δασμολογική επιβάρυνση ύψους 6-7% όλων των εμπορευμάτων, που περνούν από ουκρανικό έδαφος και εξάγονται στη Ρωσία. Οι ουκρανικές απώλειες από το ρωσικό εμπάργκο ενδέχεται να ανέλθουν σε ύψος $600 εκ., σύμφωνα με εκτιμήσεις της ουκρανικής κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη εξαγγείλει, με τη σειρά της, λήψη περιοριστικών αντίμετρων από 3 Ιανουαρίου 2016, απαγορεύοντας την εισαγωγή ρωσικών προϊόντων, τα οποία θα ανακοινωθούν προσεχώς. Χαρακτηριστικές είναι, εν προκειμένω, οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού Γιατσενιούκ «To each action of Russia, will respond by taking countermeasures. The aggressor will be punished».

Διεθνείς παρατηρητές εκτιμούν ότι η επιβολή του ρωσικού εμπάργκο θα επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην Ουκρανία, η οποία εξάγει προς Ρωσία αγροτικά προϊόντα, φρούτα, γαλακτοκομικά προϊόντα και ζαχαρώδη, ως επί το πλείστον σοκολάτα. Οι ίδιοι, ωστόσο, επισημαίνουν ότι η εφαρμογή της DCFTA αποτελεί «ολική στροφή» της ουκρανικής πολιτικής, και, ως εκ τούτου, θα προκαλέσει τον αναγκαστικό επαναπροσανατολισμό των Ουκρανών παραγωγών προς εναλλακτικές αγορές (πρωτίστως της ΕΕ, Αφρικής, Κίνας, κ.α). Εξάλλου, από πλευράς εμπορικών ροών, ήδη καταγράφεται το 2014 και 2015 μία φθίνουσα πορεία των ουκρανικών εξαγωγών προς Ρωσία (μόνον 13% επί του συνόλου, από 35% πριν από 5 χρόνια), με παράλληλη ανοδική δυναμική τους προς την αγορά της ΕΕ (32% επί του συνόλου), αποτελούμενες από προϊόντα μεταλλουργίας (3,5 δις Ε), τρόφιμα και σιτηρά ( 2,8 εκ. €) και μηχανήματα ( 1,2 δις €).

Τέλος, σημειώνεται ότι σε δημοσιεύματα και ΜΜΕ εκφράζεται συγκρατημένη αισιοδοξία ως προς τις άμεσες θετικές επιπτώσεις της εφαρμογής της Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου ΕΕ-Ουκρανίας. Από τη μία πλευρά προβάλλεται η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, με τη δημιουργία προσδοκιών ως προς τις προϋποθέσεις ανόδου του επιπέδου ευημερίας, ενώ από την άλλη επισημαίνεται ότι η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας θα καθορισθεί, εν πολλοίς, από την απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος διαρθρωτικών (και επώδυνων για το κοινωνικό σύνολο) μεταρρυθμίσεων, με στόχο την εξάλειψη των χρόνιων παθογενειών και στρεβλώσεων. Στο παρόν, πάντως, στάδιο, οι αναλυτές συμφωνούν ότι τυχόν ευεργετικές συνέπειες από την εφαρμογή της Συμφωνίας δεν θα γίνουν άμεσα αισθητές, αλλά θα απαιτηθεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως δήλωσε και η Επίτροπος Malmstroem «The change will not occur over night, it will require work».

Η πορεία εφαρμογής της Συμφωνίας παρακολουθείται από τo Γραφείο Ο.Ε.Υ. Κιέβου.