Ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, με αφορμή τις πολιτικές εξελίξεις που διαφαίνεται ότι θα οδηγήσουν σε μία νέα εκλογική αναμέτρηση, καλεί όλα τα πολιτικά κόμματα να τοποθετηθούν επί της πρότασης που παρουσιάζει σήμερα η ΚΕΕ και το ΕΒΕΑ και αφορά τις αναγκαίες φορολογικές παρεμβάσεις που απαιτείται να υλοποιηθούν με στόχο ένα νέο, δίκαιο, αλλά και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα.
Όπως επισημαίνει ο κ. Μίχαλος:
Η φορολογία εισοδήματος πρέπει να εξορθολογιστεί, ώστε να ολοκληρωθεί η σχετική μεταρρύθμιση. Αυτό απαιτεί κατ’ αρχάς ευθυγράμμιση των φορολογικών συντελεστών. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα είδη εισοδημάτων θα πρέπει να φορολογούνται με τους ίδιους συντελεστές, ώστε να μη δημιουργούνται αντικίνητρα και αδικίες.
Πρακτικά αυτό θα σήμαινε κατάργηση του συντελεστή 42% για μισθωτούς, μείωση των κατώτερων συντελεστών από επιχειρηματική δραστηριότητα από 26% σε 22% (φυσικά και νομικά πρόσωπα, με τη φορολογία του μερίσματος να αυξάνεται σε 14%), αύξηση των συντελεστών για αγροτικά εισοδήματα(στην ουσία ενσωμάτωσή τους στα επιχειρηματικά εισοδήματα) και αύξηση του κατώτερου συντελεστή για ενοίκια.
Συγχρόνως, για τους μισθωτούς θα πρέπει να μειωθεί δραστικά η φορολογική έκπτωση των €2.100 σε €1.150 (το οποίο θα ισχύσει για εισόδημα €5.000 και σταδιακά θα μειώνεται). Αυτό πρακτικά σημαίνει τημείωση του αφορολογήτου εισοδήματος από €9.455 σε €5.000.
Το τρέχον καθεστώς αφήνει ένα οικογενειακό εισόδημα της τάξης των €19.000 αφορολόγητο, παρά την απαιτούμενη δημοσιονομική προσπάθεια από όλους. Συγχρόνως το ποσό των €5.000 είναι πολύ πιο κοντά στο ελάχιστο όριο διαβίωσης.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επανεξεταστεί, όμως, η επιπλέον έκπτωση για νοικοκυριά που πληρώνουν ενοίκια. Τέτοιου είδους ρυθμίσεις μπορούν να αποφέρουν έσοδα της τάξης των €3 δισ., γεγονός που σημαίνει ότι γίνεται δυνατή η στροφή προς την κατάργηση των εκτάκτων τελών και εισφορών (επιτηδεύματος, αλληλεγγύης) και της τεκμαρτής φορολόγησης, καθώς και η αποφυγή αύξησης των προκαταβολών. Όλα αυτά αποτελούν μη συστημικά «βαρίδια» του φορολογικού συστήματος και η κατάργησή τους θα είναι ένα μεγάλο βήμα προόδου προς την απλούστευση, τη βελτίωση της διαφάνειας και τον εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος.
Επίσης, η είσπραξη φόρων μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά στα επόμενα κρίσιμα δύο έτη με την επαναφορά και επέκταση της έκδοσης φορολογικού πιστοποιητικού για τις παρελθούσες ανέλεγκτες χρήσεις των ετών 2005-2010. Εκτιμάται ότι θα μπορούσε να εισπραχθεί €1,6 δισ. στη διετία 2015 και 2016.
Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ)
Πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο ΕΝΦΙΑ είναι φόρος επί της ιδιοκτησίας και όχι επί του εισοδήματος. Ως εκ τούτου η φορολογική βάση, δηλαδή το μέγεθος επί του οποίου υπολογίζεται ο φόρος, είναι το ακίνητο και όχι το εισόδημα που τυχόν προέρχεται από αυτό.
Σε χώρες με πιο εξελιγμένα συστήματα καταγραφής αξιών, πράγματι οι φόροι επί των ακινήτων είναι συνήθως, αλλά όχι πάντα, ad valorem, δηλαδή εφαρμόζεται ένας φορολογικός συντελεστής επί της αξίας του ακινήτου, ώστε το δημόσιο να διασφαλίζει τα απαιτούμενα έσοδα. Στην Ελλάδα, οι αντικειμενικές αξίες επί σειρά ετών ήταν χαμηλότερες των αγοραίων, ενώ στην κρίση η σχέση αυτή αντιστράφηκε. Επιπλέον, δεν υπάρχει σύστημα υπολογισμού αγοραίων τιμών.
Ο ΕΝΦΙΑ ξεπερνά την αναντιστοιχία αγοραίων και αντικειμενικών τιμών υιοθετώντας τη δομή ενός φόρου κατά μονάδα (unit tax). Αυτό ακριβώς επιτρέπει οι αντικειμενικές αξίες να χρησιμοποιούνται απλώς για τη σχετική κατάταξη των ακινήτων σε φορολογικές ζώνες και όχι για τον υπολογισμό του φόρου. Επιπλέον, αυτός ο τρόπος υπολογισμού του φόρου, δηλαδή κατά ακίνητο, είναι δημοσιονομικά αποτελεσματικός εφόσον έτσι αποφεύγεται η μετατόπιση ή ο διαμοιρασμός του φόρου.
Αυτό το πλεονέκτημα του ΕΝΦΙΑ αναιρείται σε κάποιο βαθμό από την εισαγωγή του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, που έχει τα χαρακτηριστικά του ΦΑΠ και αντιστρατεύεται τη λογική του κύριου ΕΝΦΙΑ. Προτείνεται η διατήρηση του κύριου ΕΝΦΙΑ και κατάργηση του συμπληρωματικού, με μεταφορά του κύριου ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Εμμεσοι Φόροι
Καμία παρέμβαση δεν θα έπρεπε να γίνει προς την αύξηση συντελεστών στην έμμεση φορολογία (ΕΦΚ και ΦΠΑ). Αντιθέτως, οποιαδήποτε αύξηση εσόδων θα πρέπει να προέλθει από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με την κατάργηση φοροαπαλλαγών και εκπτώσεων και τη βελτίωση της εισπραξιμότητας,κινούμενοι κυρίως προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της διεισδυτικότητας του πλαστικού χρήματος και της άμεσης ηλεκτρονικής είσπραξης του ΦΠΑ.