Εγκρίθηκε, τελικά, ο κανονισμός που επιτρέπει εισαγωγές αδασμολόγητων ποσοτήτων ελαιολάδου από την Τυνησία στην Ε.Ε. της τάξης των 35.000 τόνων για το 2016 και το 2017, με την χώρα μας και την Ιταλία, να εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες.
Συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια της συνεδρίασης του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας της Ε.Ε. την Δευτέρα 11 Απριλίου, στο Λουξεμβούργο, στην οποία συμμετείχε και ο Έλληνας υπουργός Αγροτικής ανάπτυξης και Τροφίμων, Β. Αποστόλου, το θέμα ετέθη προς έγκριση με σκοπό, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης, να στηρίξει την οικονομία της Τυνησίας μέσω έκτακτων και προσωρινών εμπορικών μέτρων λόγω της τρομοκρατικής επίθεσης που δέχτηκε το περασμένο έτος.
Σημειώνεται ωστόσο ότι στα πρακτικά έχει καταχωρηθεί κοινή δήλωση Ελλάδας και Ιταλίας με την οποία εκφράζονται σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την έλλειψη των αναγκαίων διαβουλεύσεων που έπρεπε να έχουν προηγηθεί, αλλά τελικά η απόφαση του Συμβουλίου των Υπουργών Γεωργίας ήταν ομόφωνη και αφού ο σχετικός κανονισμός έχει ήδη εγκριθεί από Ευρωκοινοβούλιο αναμένεται πλέον η δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε. Ε. προκειμένου να τεθεί σε ισχύ.
Η κοινή δήλωση Ελλάδας και Ιταλίας αναφέρει τα εξής: «Όσον αφορά την εφαρμογή έκτακτων αυτόνομων εμπορικών μέτρων για τη Δημοκρατία της Τυνησίας, η Ελλάδα και η Ιταλία λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές πτυχές της στήριξης της ΕΕ προς την Τυνησία.
Ωστόσο, η Ελλάδα και η Ιταλία εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την έλλειψη των αναγκαίων διαβουλεύσεων που έπρεπε να έχουν προηγηθεί καθώς και σχετικά με τη διάρκεια των μέτρων, την κατάργηση της ομαλής μηνιαίας κατανομής των εν λόγω εισαγωγών και την έλλειψη εκ των προτέρων αξιολόγησης των επιπτώσεων για τον τομέα του ελαιολάδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, υπογραμμίζουν ότι ο γεωργικός τομέας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της οικονομίας της Ελλάδας και της Ιταλίας. Κατά συνέπεια, οι παραχωρήσεις της ΕΕ προς τους εμπορικούς της εταίρους θα πρέπει να διέπονται από την αρχή μιας ισορροπημένης και αναλογικής προσέγγισης μεταξύ των διαφόρων τομέων της οικονομίας της ΕΕ.
Η παραχώρηση αυτή δεν θα πρέπει να αποτελέσει προηγούμενο για το μέλλον».