Αυξητικά, αλλά με χαμηλό ρυθμό, κινήθηκε η αγορά του νέου επαγγελματικού εξοπλισμού μαζικής εστίασης, την περίοδο 2013-2016, σύμφωνα με την έκδοση κλαδικής μελέτης η οποία κυκλοφόρησε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Η ζήτηση για επαγγελματικό εξοπλισμό εστίασης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πορεία των επιχειρήσεων εκείνων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της μαζικής εστίασης (εστιατόρια, ψητοπωλεία, πιτσαρίες, καφέ-μπαρ, αρτοζαχαροπλαστεία, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, αναψυκτήρια, εταιρείες catering, ξενοδοχεία, supermarkets και νοσοκομεία). Βέβαια, η ζήτηση για τον συγκεκριμένο εξοπλισμό, δεν προέρχεται μόνον από τη δημιουργία των νέων μονάδων, αλλά και από την ανάγκη για επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό μονάδων που ήδη λειτουργούν.
Στον κλάδο του επαγγελματικού εξοπλισμού μαζικής εστίασης δραστηριοποιούνται τόσο παραγωγικές όσο και εισαγωγικές επιχειρήσεις. Ο παραγωγικός τομέας αποτελείται κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων εξειδικεύονται στην κατασκευή επαγγελματικών ψυγείων – ψυκτικών θαλάμων και γενικότερα συσκευών ψύξης, ενώ υπάρχουν και επιχειρήσεις που ασχολούνται με την κατασκευή ανοξείδωτου επαγγελματικού εξοπλισμού. Περισσότερες είναι οι επιχειρήσεις που ασχολούνται στον εισαγωγικό τομέα και οι οποίες ασχολούνται με τις εισαγωγές μεγάλης γκάμας προϊόντων επαγγελματικού εξοπλισμού εστίασης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, πέραν της διάθεσης του νέου επαγγελματικού εξοπλισμού για μονάδες εστίασης, σημαντικό μέρος της ζήτησης τροφοδοτείται και από την εμπορία μεταχειρισμένου εξοπλισμού.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Senior Consultant της ICAP Group, ο οποίος επιμελήθηκε τη συγκεκριμένη μελέτη, η αξία της συνολικής αγοράς (νέου) επαγγελματικού εξοπλισμού εστίασης κινήθηκε ανοδικά κατά την περίοδο 2013-2016 και σημείωσε αύξηση 1,6%, το 2016 σε σχέση με το 2015. Οι εισαγωγές καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης με ποσοστό της τάξης του 70%, ενώ τα ψυγεία, οι κουζίνες, οι φούρνοι και τα πλυντήρια εκτιμάται ότι κάλυψαν πάνω από το ήμισυ της αγοράς το 2016.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε εκτενής χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει 17 επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκαν ομαδοποιημένοι ισολογισμοί βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 16 παραγωγικών και 29 εισαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, για τη διετία 2014 και 2015.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο ενεργητικού των παραγωγικών εταιρειών μειώθηκε κατά 8% το 2015 σε σχέση με το 2014. Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος δεν μεταβλήθηκαν το 2015 σε σχέση με το 2014, ενώ δραστική αύξηση εμφανίζουν οι ζημίες των εν λόγω εταιρειών. Από τις 16 εταιρείες του δείγματος, οι τρεις ήταν ζημιογόνες το 2015. Το μέσο ετήσιο περιθώριο μικτού κέρδους εμφανίζει ελαφρές διακυμάνσεις την εξεταζόμενη 5ετία.
Αντίστοιχα, το σύνολο του ενεργητικού 29 αντιπροσωπευτικών εισαγωγικών εταιρειών του κλάδου, διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα τη διετία 2014-2015. Οι συνολικές πωλήσεις μειώθηκαν (το 2015) κατά 2,5%, ενώ μειωμένα εμφανίζονται και τα καθαρά προ φόρου κέρδη. Τα κέρδη EBITDA μειώθηκαν ελαφρά το 2015 σε σχέση με το 2014. Από τις 29 εταιρείες του δείγματος, οι οκτώ ήταν ζημιογόνες το 2015. Το μέσο ετήσιο περιθώριο μικτού κέρδους εμφανίζει ελαφρές αυξομειώσεις την περίοδο 2011-2015.
Τέλος, με βάση τα συμπεράσματα της μελέτης, η ανυπαρξία υποκατάστατων προϊόντων σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην αγορά διατίθεται μεγάλη ποικιλία προϊόντων σε τιμή και ποιότητα, συνιστούν δυνατά σημεία για τον κλάδο, ενώ ως ευκαιρίες μπορούν να εκληφθούν η τεχνολογική εξέλιξη και το ηλεκτρονικό εμπόριο. Η άμεση εξάρτηση του κλάδου από την πορεία της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας εν γένει, θεωρείται ως αδύνατο σημείο για τον κλάδο (τουλάχιστον σε περιόδους οικονομικής ύφεσης), ενώ η δυσχερής οικονομική κατάσταση και η στενότητα της τραπεζικής χρηματοδότησης συνιστούν απειλές για τον κλάδο.