Κορυφαίες επιδόσεις παρουσιάζουν οι εξαγωγές τροφίμων και ποτών στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και συγκεκριμένα την επταετία 2008-2014, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΠΣΕ), από τα οποία προκύπτει συνολική άνοδος των εξαγωγών της χώρας.
Το συγκεκριμένο διάστημα η αξία των εξαγωγών τροφίμων κατέγραψε άνοδο κατά 22,63%, φθάνοντας το 2014 τα 3.689.451 ευρώ. Ο όγκος των εξαγωγών τροφίμων αυξήθηκε κατά 18,02%, φθάνοντας τους 3.431.215 τόνους το 2014.
Στις υψηλότερες θέσεις για το 2014 ως προς την αξία των εξαγωγών τροφίμων βρίσκονται τα ψάρια, με το ποσό των 418,1 χιλ. ευρώ και ακολουθούν οι ελιές με 346 χιλ. ευρώ, τα τυριά με 324,5 χιλ. ευρώ, βερίκοκα, κεράσια και ροδάκινα με 257,2 χιλ. ευρώ και παρθένο ελαιόλαδο με 237,1 χιλ. ευρώ.
Σημειώνεται ωστόσο ότι εάν αθροιστούν όλες οι κατηγορίες φρούτων, τότε αυτά κατακτούν μακράν την πρώτη θέση στις εξαγωγές τροφίμων, καθώς στις επόμενες κατηγορίες εξαγωγών ακολουθούν φρούτα νωπά με κουκούτσια (139,1 χιλ.), σταφύλια νωπά (137 χιλ.), πορτοκάλια (127,2 χιλ.). Ακολουθούν εξαγωγές γιαούρτης με 111,9 χιλ. ευρώ, σιτάρι με 101,9 χιλ. ευρώ, άλλα φρούτα νωπά με 90,2 χιλ. ευρώ, λαχανικά, καρποί και φρούτα με 77,6 χιλ. ευρώ, κρασιά με 61,6 χιλ. ευρώ, αποστάγματα και οινοπνευματώδη ποτά με 57,5 χιλ. ευρώ, άλλα λαχανικά με 56,3 χιλ. ευρώ, ντομάτες παρασκευασμένες ή διατηρημένες με 46 χιλ. ευρώ, φράουλες νωπές με 44,4 χιλ. ευρώ κ.ά.
Όπως προκύπτει, σημαντική μείωση παρουσιάζουν οι εξαγωγές ελαιόλαδου, αποσταγμάτων και οινοπνευματωδών ποτών.
Τα συνολικά στατιστικά
Με βάση τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΠΣΕ, αύξηση της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών κατά 27,21%, με μέσο ρυθμό αύξησης 4,95% κατ’ έτος, καταγράφει ανάλυση του Συνδέσμου, σε συνεργασία με το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), για την 7ετία 2008-2014. Την ίδια περίοδο καταγράφεται και αύξηση κατά 19,82% του συνολικού όγκου των εξαγωγών, με μέση ετήσια μεταβολή της τάξης του 3,36%.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι το ισχυρότερο πλήγμα από την κρίση δέχθηκε η Ελληνική Βιομηχανία, γεγονός που αποτυπώνεται και στους δείκτες ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα της μείωσης κατά 11,19% στην αξία εξαγωγών των βιομηχανικών προϊόντων ήταν να περιοριστεί η συμμετοχή του βιομηχανικού κλάδου στο 13,83% του συνόλου των εξαγωγών, από το 19,82% το 2008.
Η εικόνα του βιομηχανικού κλάδου χρωματίζεται περαιτέρω αρνητικά αν συνυπολογιστούν και οι μειώσεις εξαγωγών στις κατηγορίες των Διάφορων Βιομηχανικών Προϊόντων (-14,41%) και του Μηχανολογικού Εξοπλισμού (-12,28%), που συνεισφέρουν πλέον το 6,43% και το 8,35% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών, αντίστοιχα.
Αντίθετα, εκρηκτική είναι η αύξηση στον κλάδο των καυσίμων (+126,45% ή κατά 18,23% σε ετήσια βάση), με τα καύσιμα να αντιστοιχούν πλέον σε ποσοστό 38,52% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών (από 21,64% το 2008). Θετική είναι η πορεία των Χημικών (+10,09%), των Τροφίμων (+22,63%) και των Πρώτων Υλών (+23,22%).
Σύμφωνα με την Πρόεδρο του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, κυρία Χριστίνα Σακελλαρίδη «η θετική πορεία των εξαγωγών καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, εν μέσω εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών, στο εγχώριο και διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον, επιβεβαιώνει την πάγια θέση του ΠΣΕ υπέρ του μετασχηματισμού του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας με επίκεντρο την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα.
Χωρίς αυτή την αύξηση των εξαγωγών κατά 27,21%, δε θα είχαν εισρεύσει στη χώρα περίπου 140 δις ευρώ, η ύφεση θα ήταν βαθύτερη κατά τουλάχιστον 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αυτά τα χρόνια, ενώ χιλιάδες θέσεις εργασίας θα είχαν χαθεί. Το σημαντικότερο είναι ότι θα είχε επιδεινωθεί η κατάσταση στον παραγωγικό ιστό της χώρας και θα είχαν απομειωθεί οι προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας συνολικά.
Η αύξηση των εξαγωγών κατά περισσότερο από 7,5% στο εξάμηνο Σεπτέμβριος 2014-Ιανουάριος 2015, δείχνει ότι -με τη μεγάλη υποτίμηση του ευρώ- τα ελληνικά προϊόντα έχουν αποκτήσει πρόσθετη δυναμική. Τώρα είναι η στιγμή της κεφαλαιοποίησης των θυσιών της περασμένης 7ετίας και η ανασυγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας προς μία νέα εποχή. Η εξωστρέφεια είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας. Σε αυτή θα πρέπει να βασιστεί το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, η δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά και η προσπάθεια εδραίωσης της εμπιστοσύνης των εμπορικών και πολιτικών μας εταίρων. Η πορεία των εξαγωγών είναι το καλύτερο επιχείρημα προς όλες τις κατευθύνσεις σχετικά με τις δυνατότητες, τη φερεγγυότητα, την αποτελεσματικότητα και τη δυναμική της ίδιας της χώρας. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί ως προτεραιότητα η συνέχιση της ανόδου, στο πλαίσιο μίας συνεκτικής Εθνικής Στρατηγικής για την Εξωστρέφεια, που θα οδηγεί σε ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο της οικονομίας, με εμπορικά και δημοσιονομικά πλεονάσματα».
Όπως αναφέρει η ανάλυση του ΠΣΕ, μία συνεκτική Εθνική Στρατηγική για την Εξωστρέφεια θα πρέπει να περιλαμβάνει κίνητρα για την αναστροφή φαινομένων αποεπένδυσης στους βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ειδικά στη βιομηχανία-μεταποίηση, καθώς και υποστηρικτικά μέτρα για την ενίσχυση των ρυθμών αύξησης των εξαγωγών στους κλάδους εκείνους που επέδειξαν αξιοσημείωτες αντοχές και θετικές επιδόσεις στα χρόνια της κρίσης, όπως για παράδειγμα τα τρόφιμα και τα αγροτικά προϊόντα (με αιχμή τα φρούτα και λαχανικά), αλλά και οι πρώτες ύλες.
Γενικά Στοιχεία
Τα στοιχεία της ανάλυσης δείχνουν ότι το 2014 η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών ανήλθε στα 26,9 δις ευρώ, έναντι των 21,14 δις ευρώ το 2008, μεταβολή που συνιστά αύξηση σε ποσοστό 27,21%. Κατά την 7ετία αυτή, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε στα επίπεδα του +4,95%. Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά την περίοδο 2008-2014 καταγράφηκε στα 164,67 δις ευρώ.
Αντίστοιχα, τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδας για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δείχνουν για την ίδια περίοδο (2008-2014) αύξηση των εσόδων από τις εν λόγω εξαγωγές κατά 19,35% (με μέσο ρυθμό αύξησης 3,90%). Συνολικά στην Ελλάδα εισέρευσαν πληρωμές για εξαγόμενα αγαθά 140,64 δις ευρώ.
Παράλληλα, η ΕΛ-ΣΤΑΤ για την περίοδο 2008-2012 κατά την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, καταγράφει μέσες απώλειες της τάξης του 61,6% στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (από τα 61,6 το 2008 στα 37,7 δισ. Ευρώ το 2012), σε όλους τους κύριους κλάδους οικονομικής δραστηριότητες (με εξαίρεση τον τομέα της ψυχαγωγίας, +38,4%).
Με άλλα λόγια, οι ελληνικές εξαγωγές ακολούθησαν μεν αυξητικούς ρυθμούς, αφετέρου δε, οι επιδόσεις αυτές επετεύχθησαν σε περιβάλλον και πλαίσιο αποεπένδυσης της οικονομίας. Τα ιστορικά υψηλά εντοπίζονται το 2012 σε όρους συνολικής αξίας εξαγωγών (27,35 δις ευρώ), ενώ ακολούθησαν οριακές μεταβολές γύρω από την περιοχή των 27 δις ευρώ κατά τη διετία 2013-2014. Αντίστοιχα σταθεροποιητικές τάσεις παρατηρούνται και στα έσοδα από τις εξαγωγές, άνω των 22 δις ευρώ, με την ιστορική επίδοση στην περίπτωση αυτή να καταγράφεται το 2014 (23,64 δις ευρώ).
Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και σε επίπεδο όγκου συνολικών εξαγωγών, ο οποίος όμως υπολείπεται σημαντικά σε ρυθμούς αύξησης της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Ο συνολικός όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 19,82% το 2014, σε σχέση με το 2008, με μέσους ρυθμούς μεταβολής της τάξης του 3,36% (ποσοστά ανάλογα αυτών των εσόδων από τις εξαγωγές).
Οι εισαγωγές
Για την αποτύπωση μίας πληρέστερης εικόνας του εξωτερικού εμπορίου της χώρας κατά την περίοδο 2008-2014, αξίζει κανείς να αναφερθεί και στην πορεία των ελληνικών εισαγωγών κατά το ίδιο διάστημα.
Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω 7ετία, η Ελλάδα εισήγαγε προϊόντα συνολικής αξίας 350,7 δις ευρώ, ακολουθώντας πτωτική πορεία σε όρους μέσης ετήσιας μεταβολής (-4,82%). Σε σχέση με το 2008, προέκυψε υποχώρηση της τάξης του 27,05% μετά το τέλος και του 2014, ενώ στη διάρκεια της περιόδου άνοδος εισαγωγών καταγράφηκε μόνο το 2012 (προς το 2011) και το 2014 (προς το 2013), οπότε και σημειώθηκαν σημαντικές εισαγωγές πλοίων από Τρίτες Χώρες.
Όπως είναι φυσικό, το υψηλό 7ετίας εντοπίζεται το 2008 (64,1 δις ευρώ), ενώ τα χαμηλότερα επίπεδα καταγράφηκαν το 2013 (46,1 δις ευρώ). Να σημειωθεί ότι η αξία των εισαγωγών παραμένει στο στενό εύρος τιμών 46-47 δις ευρώ καθ’ όλη την περίοδο 2011-2014.
Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι συνολικές πληρωμές της χώρας για εισαγόμενα προϊόντα ανήλθαν στα 325,7 δις ευρώ (-7,1% σε σχέση με την καταγεγραμμένη συνολική αξία των εισαγωγών από την ΕΛ-ΣΤΑΤ, την ίδια περίοδο), ακολουθώντας έντονα πτωτική πορεία (-34,82% σε σχέση με το 2008 ή μέση ετήσια υποχώρηση κατά 6,15%).
Και στην περίπτωση των πληρωμών για εισαγωγές, το υψηλό 7ετίας εντοπίζεται το 2008 (63,8 δις ευρώ) και το χαμηλό το 2013 (39,76 δις ευρώ). Ενδεικτική είναι και η περίπτωση του 2011, όπου τα έξοδα για εισαγωγές υπερέβησαν τη συνολική τους αξία, χαρακτηριστικό των πιέσεων από τους ξένους προμηθευτές για υψηλές προκαταβολές και άμεσες εξοφλήσεις παραγγελιών.
Αντίθετα με την πορεία της αξίας των εισαγωγών, σημαντικά πιο περιορισμένες είναι οι διακυμάνσεις του όγκου των εισαγωγών της χώρας για την ίδια περίοδο. Ειδικότερα, ο όγκος εισαγωγών εμφανίζεται μειωμένος κατά 13,96% το 2014 σε σχέση με το 2008 (έναντι μείωσης κατά 27,05% της αξίας των εισαγωγών), ακολουθώντας πτωτική μέση ετήσια μεταβολή της τάξης του 2,35%.
Τα χαμηλότερα επίπεδα από πλευράς όγκους εισαγωγών εντοπίζονται το 2012 (45 εκατ. τόνοι), ενώ τα υψηλότερα το 2008 (54,8 εκατ. τόνοι). Ωστόσο, από το 2011 και έπειτα καταγράφεται σχετική σταθεροποίηση στα επίπεδα των 45,5-46 εκατ. τόνων. Οριακά υψηλότερες είναι οι επιδόσεις το 2014, εξαιτίας των εισαγωγών πλοίων από Τρίτες Χώρες.
Τα στοιχεία του όγκου εισαγωγών αποτυπώνουν μία πιο συνεπή πορεία των εισαγωγών, πέρα από τις διακυμάνσεις ισοτιμιών νομισμάτων και διεθνών τιμών σε σημαντικούς κλάδους εξωτερικού εμπορίου, όπως για παράδειγμα τα καύσιμα.
Ως αποτέλεσμα της πορείας του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας κατά την περίοδο 2008-2014, σε ότι αφορά το εμπορικό της ισοζύγιο, από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει μείωση εμπορικού ελλείμματος κατά 53,8% στα 19,8 δις ευρώ (από 42,9 δις ευρώ το 2008). Μάλιστα, η μείωση αυτή θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν δεν υπήρξε η χειροτέρευση του ελλείμματος κατά την περυσινή χρονιά, για πρώτη φορά μετά από 6 συναπτά έτη βελτίωσης.
Το εμπορικό έλλειμμα της χώρας μειώνονταν κατά μέσο όρο με ρυθμούς της τάξης του 11,5% για κάθε ένα από τα έτη της περιόδου 2008-2014.
Ακόμη πιο εντυπωσιακές είναι οι επιδόσεις στο εμπορικό ισοζύγιο, αν εξαιρεθούν από τον υπολογισμό εισαγωγών και εξαγωγών τα καύσιμα και κυρίως τα πετρελαιοειδή προϊόντα. Συγκεκριμένα, για την περίοδο 2008-2014 προκύπτει μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά 58%, με μέση ετήσια μεταβολή της τάξης -11,9%, στα 14,14 δις ευρώ το 2014 από 33,69 δις ευρώ το 2008.
Και από τα στοιχεία του εμπορικού ισοζυγίου προκύπτει σταθεροποίηση των εισαγωγών στα επίπεδα των 29 δις ευρώ και των εξαγωγών προϊόντων στα επίπεδα των 16,5 δις ευρώ ετησίως.