Για μια ακόμη φορά το τελευταίο διάστημα, πέφτει στο τραπέζι πρόταση για αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα ποτά και τα τσιγάρα, με τον κλάδο των επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας αλκοολούχων ποτών να έχει εκφράσει ήδη την έντονη αντίδρασή του στο ενδεχόμενο αυτό, δηλώνοντας ότι οι επιχειρήσεις ήδη υποφέρουν από την υπερφορολόγηση, σε βαθμό που να κρίνεται πλέον η βιωσιμότητά τους.
Το θέμα άνοιξε και πάλι χθες ο υπουργός Υγείας, Παναγιώτης Κουρουμπλής, κατά την διάρκεια ραδιοφωνικής συνέντευξης, αναφέροντας ότι υπάρχουν σκέψεις για νέα αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε ποτά και τσιγάρα, προκειμένου με τα έσοδα να καλυφθούν ανάγκες στο χώρο της υγείας.
Υπενθυμίζεται ότι προ 20ημέρου είχαν πραγματοποιηθεί δηλώσεις τόσο του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, όσο και του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννη Μπαλάφα, οι οποίοι άφηναν ανοιχτό –πιθανό, αυτό το ενδεχόμενο, ενώ αντίθετη ήταν η άποψη της Αναπληρώτριας Υπουργού Οικονομικών Νάντιας Βαλαβάνη, η οποία διαβεβαίωνε ότι δεν θα επιβληθεί πρόσθετη φορολογία στα αλκοολούχα ποτά.
Η πολυφωνία αυτή προκαλεί έντονη ανησυχία στην αγορά, με τους εκπροσώπους της να δηλώνουν ότι θα πρόκειται για ένα καταστροφικό μέτρο, εφ’ όσον αποφασισθεί.
Με αφορμή αυτά τα περιστατικά, το Συμβούλιο Παραγωγών & Εταιρειών Διακίνησης Αλκοολούχων Ποτών (Σ.Π.Ε.Δ.Α.Π.), εξέφρασε πρόσφατα την απορία, αλλά και την έντονη διαμαρτυρία των μελών του αναφορικά με τη φημολογούμενη επιβολή επιπρόσθετης φορολογίας στα αλκοολούχα ποτά.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται από το Συμβούλιο, ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα των δριμύτατων επιπτώσεων της έως σήμερα αποδεδειγμένα αναποτελεσματικής πολιτικής υπερφορολόγησης. Εντός μόλις δύο ετών (2009-2010), ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ) αυξήθηκε από προηγούμενες κυβερνήσεις κατά 125%, ενώ κατά την ίδια περίοδο ο ΦΠΑ σκαρφάλωσε στο 23% από το 19%.
Οι υψηλότατες αυτές αυξήσεις προκάλεσαν αφενός συρρίκνωση του αποτυπώματος του κλάδου και αφετέρου έξαρση του λαθρεμπορίου (μείωση νόμιμων πωλήσεων αλκοολούχων ποτών κατά 45,7%), με αποτέλεσμα την εκτίναξη των διαφυγόντων εσόδων από φόρους.
Την περίοδο 2009-2012, χάθηκαν περισσότερες από 20.000 θέσεις εργασίας στην αλυσίδα αξίας του κλάδου, ενώ τα διαφυγόντα δημόσια έσοδα από τη μη καταβολή του ΕΦΚΟΠ σε λαθραία αλκοολούχα ποτά υπολογίζονται περί τα 97,7 εκατ. ευρώ ετησίως, βάσει της κλαδικής μελέτης του ΙΟΒΕ («Ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα», ΙΟΒΕ, Νοέμβριος 2013). Η υψηλή φορολογία, εν τέλει, όχι μόνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα ως προς τις φορολογικές εισπράξεις, αλλά απέτυχε παταγωδώς, καθώς τα δημόσια έσοδα βρίσκονται σε επίπεδο χαμηλότερο του 2009, δηλαδή, προ των αυξήσεων ΕΦΚΟΠ.
Καθίσταται σαφές από τη μέχρι τώρα εμπειρία ότι η ακολουθούμενη πολιτική υπερφορολόγησης δεν δύναται να συμβάλει σε καμία περίπτωση στην αύξηση των δημοσίων εσόδων, αλλά αντιθέτως προκαλεί βαθιές στρεβλώσεις στην αγορά, ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση με τον εκπεφρασμένο στόχο της κυβέρνησης να πατάξει το λαθρεμπόριο και την παραοικονομία.