Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων των ισολογισμών των αλυσίδων σουπερμάρκετ (Πηγή: επεξεργασία στοιχείων ετήσιας έκδοσης του Πανοράματος των Ελληνικών Σουπερμάρκετ) και τις εκτιμήσεις ειδικών για εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα, η δομή τιμής στο σημείο πώλησης για τα προϊόντα του λιανεμπορίου τροφίμων έχει διαφοροποιηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια και έχει ενδιαφέρον να αξιολογηθεί σε ποιους παράγοντες οφείλεται η τελική διαμόρφωση της τιμής[1].
Όπως φαίνεται στο σχήμα 1, το 2018 σε τελική τιμή ενός προϊόντος 1,00 ευρώ αντιστοιχούσαν 0,15€ ΦΠΑ, 0,21€ λειτουργικά κόστη λιανεμπόρου, 0,01€ λοιπά κόστη λιανεμπόρου (π.χ. χρηματοοικονομικό κόστος), 0,01€ κέρδος λιανεμπόρου και 0,63€ κόστος αγοράς (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα κόστη και η κερδοφορία του παραγωγού).
Όσον αφορά το ΦΠΑ, οι αλλαγές των τελευταίων ετών είναι αρκετά ξεκάθαρες με τις πολλές και μεγάλες αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ από 9% σε 13% και από 19% σε 23% (από τον Ιούνιο 2016 24%), καθώς και στη μετάβαση προϊόντων από τον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ στον υψηλό (αν και σημειώνεται ότι την τελευταία χρονιά έχουν καταγραφεί πλέον και μεταφορές προϊόντων από τον υψηλό στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ).
Όσον αφορά τα λειτουργικά κόστη, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ο λόγος των λειτουργικών δαπανών ως ποσοστό επί των πωλήσεων. Όχι δηλαδή η καθαρή αξία των εξόδων των εταιρειών, αλλά το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν αυτές οι δαπάνες επί των πωλήσεων των εταιρειών. Το ποσοστό αυτό το 2018 έχει διαμορφωθεί στο 25,14%. Πρακτικά αυτό που έχει συμβεί είναι ότι οι εταιρείες του κλάδου έχουν αυξήσει τα τελευταία χρόνια τα κόστη τους χωρίς να έχουν αυξήσει αντίστοιχα τις πωλήσεις τους. Αυτό το φαινόμενο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγορές και συγχωνεύσεις των τελευταίων ετών. Οι εταιρείες απόκτησαν άμεσα τα κόστη τα οποία αντιστοιχούν στα εξαγορασθέντα μεγαλύτερα δίκτυα, χωρίς όμως να αποκτήσουν και τις αντίστοιχες πωλήσεις, καθώς η αγορά έχει χάσει ένα μεγάλο μερίδιο της (περίπου 25%) την προηγούμενη δεκαετία λόγω της οικονομικής ύφεσης, ενώ επίσης οι πωλήσεις των εξαγορασθέντων εταιρειών «μοιράστηκαν» ανάμεσα στις λειτουργούσες επιχειρήσεις του κλάδου. Παράλληλα ένας ακόμα παράγοντας που οδηγεί σε αυτή την εξέλιξη είναι η μείωση της σημασία των πωλήσεων των Κας & Κάρυ επί του συνόλου των πωλήσεων (οι πωλήσεις χονδρικής κατά κανόνα έχουν χαμηλότερα λειτουργικά κόστη), κάτι που επίσης δρα αυξητικά για τον συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό δείκτη.
Όσον αφορά το κόστος αγοράς, το οποίο αποτελεί και τον κύριο παράγοντα στη διαμόρφωση της συνολικής τιμής, δεν μπορεί να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος η ανάλυση, καθώς εμπεριέχονται πολλά διαφορετικά προϊόντα με πολύ διαφορετικές παραγωγικές διαδικασίες παραγωγής και διάθεσης. Είναι όμως βέβαιο ότι υπάρχει και στην πλευρά των προμηθευτικών εταιρειών ο προβληματισμός του λόγου κόστους-πωλήσεων, καθώς η μείωση των πωλήσεων των τελευταίων ετών ήταν σχεδόν καθολική.
Αυτό καταγράφεται και στο σχήμα 2, όπου ο βασικός προβληματισμός των επιχειρήσεων λιανεμπορίου και βιομηχανίας τροφίμων και FMCG είναι κυρίως η μείωση των πωλήσεων των τελευταίων ετών από το 58% των ερωτηθέντων. Η δεύτερη προτεραιότητα είναι η καινοτομία σε διαδικασίες, υπηρεσίες και προϊόντα με 42% η οποία αποσκοπεί σε ένα βαθμό στην πιο αποδοτική λειτουργία και η τρίτη προτεραιότητα με 40% είναι μείωση κόστους λειτουργίας. Αυτό που προκύπτει από την ανάλυση είναι ότι το ζητούμενο σήμερα για τον κλάδο του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας FMCG είναι η ανάπτυξη της αγοράς, η οποία θα οδηγήσει στις απαραίτητες οικονομίες κλίμακας για την αποδοτική λειτουργία των επιχειρήσεων.
Η συγκεκριμένη ανάλυση αναδεικνύει τη σημασία της από κοινού προσπάθειας της πολιτείας, του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας για την βελτίωση τόσο του οικονομικού κλίματος όσο και των διαδικασιών και υποδομών προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η συγκεκριμένη αλυσίδα αξίας.
[1] Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης δεν αξιολογείται η πορεία των τιμών, αλλά η αλλαγή στο μείγμα κόστους που διαμορφώνει τις τιμές, ενώ τα νούμερα που καταγράφονται είναι ποσοστά επί του συνόλου.