Σταθερή και με ελαφρώς πτωτικές τάσεις παραμένει η Ελλάδα όσον αφορά την κατανάλωση όχι μόνο των αλκοολούχων (ουίσκυ, βότκα, αποστάγματα κ.λπ.) αλλά και γενικότερα των οινοπνευματωδών ποτών -συμπεριλαμβανομένων κρασιού και μπύρας- σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ).
Η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ καλή θέση συγκριτικά με τους «γερούς πότες» της Βόρειας Ευρώπης και παράλληλα, παραμένει σχετικά χαμηλά μεταξύ των χωρών της Νότιας Ευρώπης.Ειδικότερα, η κατά κεφαλή κατανάλωση στην Ελλάδα (για ενήλικο πληθυσμό) είναι περίπου 10,3 λίτρα καθαρής αλκοόλης το χρόνο, τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι 10,9. Σε άλλες μεσογειακές χώρες, όπως στην Ισπανία ή στη Γαλλία η κατανάλωση υπερβαίνει τα 11 λίτρα ενώ η Πορτογαλία καταγράφει 12,9 λίτρα ανά κεφαλή.
Το ότι στην Ελλάδα η κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ είναι συγκριτικά χαμηλότερη από το μέσο ευρωπαϊκό όρο είχε αναφέρει και ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, στο πλαίσιο του 16ου Διεθνούς Συνεδρίου της ESBRA (European Society for Biomedical Research on Alcoholism) στο Ηράκλειο τον περασμένο Οκτώβριο.
Η Ελλάδα τηρεί το μεσογειακό πρότυπο κατανάλωσης αλκοόλ
Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ, οι Έλληνες καταναλωτές, στην πλειονότητά τους, υιοθετούν το μεσογειακό πρότυπο αναφορικά με την κατανάλωση αλκοόλ, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη συχνή και με μέτρο κατανάλωση, ενώ σχεδόν πάντα συνοδεύεται από γεύμα ή μεζέ. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα, η Ελλάδα δεν κατατάσσεται στις χώρες με βαριά συστηματική κατανάλωση αλκοόλ. Για τους λαούς της Μεσογείου, το αλκοόλ είναι μέρος της κοινωνικής ζωής και της καθημερινότητας, εντάσσεται αρμονικά στη μεσογειακήδιατροφή και συνοδεύει τα γλέντια και τις χαρές τους.
Διαφορετική η εικόνα στους νέους – εύκολη η πρόσβαση στο αλκοόλ παρά τη νομοθεσία
Δυστυχώς η εικόνα διαφέρει στους εφήβους όπου η Ελλάδα παραμένει ακόμα υψηλά. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ)στο πλαίσιο της διαχρονικής πανευρωπαϊκής έρευνας ESPAD, που πραγματοποιείται στο μαθητικό πληθυσμό 35 Ευρωπαϊκών χωρών, το ενθαρρυντικό στοιχείο είναι η μείωση που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ (≥5 ποτά στη σειρά ανά περίσταση) και στη μέθη, κυρίως στα αγόρια. Ωστόσο, ένα σημαντικό υποσύνολο 16χρονων υιοθετούν συμπεριφορές υψηλού κινδύνου που συνδέονται με την κατανάλωση αλκοόλ –όπως, για παράδειγμα, οδήγηση οχήματος υπό την επίδραση αλκοόλ (9,7%) ή σεξουαλική επαφή χωρίς τη χρήση προφυλακτικού (7,3%).
Η έρευνα έδειξε, ότι 3 στους 5 ερωτηθέντες εφήβους (60,9%) ανέφεραν ότι ήπιαν πρόσφατα κάποιο οινοπνευματώδες ποτό σε μπαρ, κλαμπ, καφετέρια ή εστιατόριο, αποδεικνύοντας την κατά κανόνα εύκολη πρόσβαση των εφήβων σε οινοπνευματώδη ποτά που, παρά τους σχετικούς νομικούς περιορισμούς, προσφέρονται απρόσκοπτα σε χώρους εστίασης και διασκέδασης.
Η κρίση ευνόησε τα χύμα
Τα στοιχεία του Π.Ο.Υ. αποκαλύπτουν και ένα άλλο σημαντικό εύρημα. Στην αρχή της οικονομικής κρίσης (2008-2010) για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, καταγράφεται άνοδοςτης μη καταγεγραμμένης κατανάλωσης. Αντιθέτως, η καταγεγραμμένη (βάσει πωλήσεων) κατανάλωση παρέμεινε σταθερή, που σημαίνει ότι δεν μειώθηκε η ποσότητα συνολικής κατανάλωσης αλλά υπήρξε υποκατάσταση με προϊόντα που διαφεύγουν της φορολόγησης.Σε αυτό συνέβαλαν η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος αλλά και οι φορολογικές αυξήσεις στα αλκοολούχα ποτά (Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης [ΕΦΚ] κατά +125% την περίοδο 2009-2010) που έδωσαν σημαντικό κίνητρο για τη ραγδαία αύξηση του λαθρεμπορίου στα ποτά και έστρεψαν το καταναλωτικό κοινό σε διασυνοριακές αγορές χωρίς αντίστοιχους φόρους αλλά και σε κατανάλωση αλκοόλ υποδεέστερης ή αμφίβολης ποιότητας. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση των επίσημων Ελλήνων αποσταγματοποιών ότι στα 5 ποτήρια χύμα τσίπουρο που καταναλώνονται στην Ελλάδα τα 4 είναι λαθραία.