Την κυρίαρχη θέση τους στην αγορά γαλακτοκομικών της Βουλγαρίας διατήρησαν και το 2105 οι θυγατρικές εταιρείες των ελληνικών γαλακτοβιομηχανιών που δραστηριοποιούνται στη γειτονική χώρα, παρά τα προβλήματα που έχουν προκύψει στην κατηγορία.
Η κατάρρευση των τιμών γάλακτος λόγω αυξημένης παγκόσμιας προσφοράς και περιορισμένης ζήτησης, οι εμπορικοί περιορισμοί στη σημαντική για τη Βουλγαρία αγορά της Ρωσίας, καθώς και η εισροή φθηνότερων ευρωπαϊκών γαλακτοκομικών προϊόντων στη Βουλγαρία αποτελούν τις σημαντικότερες εξελίξεις στον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων την τελευταία περίοδο, σύμφωνα με την ειδική ανάλυση Regal 500+. Σε ένα τέτοιο δυσμενές περιβάλλον λειτούργησε ο κλάδος στη Βουλγαρία το 2015 με τις αρνητικές διεργασίες να αντικατοπτρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις των μεγαλύτερων εταιρειών.
Συγκεκριμένα: Τα έσοδα πωλήσεων των 15 από τις 25 μεγαλύτερες εταιρείες συρρικνώθηκαν το 2015, ενώ στις υπόλοιπες δέκα επιχειρήσεις σημειώθηκε αύξηση που, κατά κανόνα, δεν υπερέβαινε το 10%. Η μέση μείωση των εσόδων στις εν λόγω 25 σημαντικότερες επιχειρήσεις του κλάδου υπολογίζεται σε 1,8%. Στις κορυφαίες θέσεις για το 2015 παραμένουν οι όμιλοι «United Milk Company» (UMC) και «Tyrbul», ενώ στην τρίτη θέση αναρριχήθηκε η «Meggle Bulgaria», αφήνοντας τέταρτη την «Schreiber Foods Bulgaria» που παράγει τα προϊόντα της επωνυμίας Danone.
Αναλυτικότερα: Το 2015, το 21,5% των πωλήσεων του κλάδο γαλακτοκομικών προϊόντων προήλθαν από τις τρεις μεγαλύτερες εταιρείες: «United Milk Company» (UMC), «Tyrbul» και «Meggle Bulgaria». Εξ αυτών, όμως, μόνο η UMC αύξησε σε ετήσια βάση τις πωλήσεις της. Η εν λόγω εταιρεία, θυγατρική του ελληνικού ομίλου Vivatria, που παράγει προϊόντα με τις επωνυμίες Vereya, Fibela, Khansko και Rusalka, σημείωσε αύξηση του κύκλου εργασιών της σε ετήσια βάση κατά 5,4%, ενώ το μερίδιο της επί των συνολικών εσόδων από πωλήσεις γαλακτοκομικών προϊόντων το 2015 ανήλθε στο 8,9%. Σύμφωνα με την κυρία Yolita Boteva, διευθύντρια μάρκετινγκ της UMC, η εν λόγω αύξηση των πωλήσεων οφείλεται στην επέκταση του χαρτοφυλακίου της εταιρείας και στην περαιτέρω ανάπτυξη και οργάνωση του δικτύου διανομής της. Η εταιρεία δραστηριοποιείται κυρίως στην εγχώρια αγορά, μολονότι είναι πιστοποιημένη για εξαγωγές και προς τη Ρωσία. Η πιο σημαντική αύξηση πωλήσεων σε όρους αξίας (+10,3%) σημειώθηκε στο γάλα. Το 2015 η UMC επένδυσε BGN 1 εκατ. και αύξησε το προσωπικό της στους 512 εργαζόμενους χάρη στην επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων της, όπως αναφέρεται σε έκθεση της εταιρείας.
Σε ό,τι αφορά το 2016, εκτιμάται ότι σημειώθηκε περαιτέρω αύξηση των καθαρών πωλήσεων κατά 5%, ενώ υπάρχουν σχέδια για νέες επενδύσεις περίπου BGN 5 εκατ. Οι επόμενες εταιρείες της κατάταξης, η Tyrbul και η Meggle εμφάνισαν συρρίκνωση του κύκλου εργασιών τους κατά 3,3% και -1,4% αντίστοιχα. Η Tyrbul ελέγχεται από τον ελληνικό όμιλο ΤΥΡΑΣ. Στην εγχώρια αγορά αντιπροσωπεύεται από το εμπορικό σήμα “OLYMPOS”, ενώ η εταιρεία είναι ιδιαίτερα προσανατολισμένη στις εξαγωγές, καθώς σύμφωνα με τις καταστάσεις της πάνω από το 80% των πωλήσεων για το 2015 προέρχεται από αγορές του εξωτερικού. Το 2015, η TYRBUL επένδυσε BGN 15 εκατ. στην επέκταση των εγκαταστάσεών της στο Sliven, στοχεύοντας στην αυτοματοποίηση των λειτουργιών της μονάδας και στο διπλασιασμό της πραγματικής δυναμικότητας της.
Το εν λόγω επενδυτικό σχέδιο ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2016 και οι νέες εγκαταστάσεις τέθηκαν σε πλήρη λειτουργία το Μάιο του περασμένου έτους. Έως τις 30.11.2016 τα έσοδα της TYRBUL εκτιμώνταν σε BGN 53 εκατ. Για το 2017 στόχος της εταιρείας είναι να έσοδα από πωλήσεις να υπερβούν τα BGN 90 εκατ. Η εταιρεία καταγράφει κέρδη σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες, αλλά πιο κερδοφόρες είναι οι πωλήσεις φρέσκου γάλακτος και γιαουρτιών. Οι προσπάθειες της εταιρίας εστιάζονται στην προσέλκυση περισσότερων πελατών και στην ανάπτυξη του δικτύου διανομής της σε μεγάλες πόλεις. Τέλος, η εταιρεία «Meggle» παράγει γαλακτοκομικά προϊόντα στο πλαίσιο του ομώνυμου γερμανικού ομίλου, ενώ το 2015 παρατηρήθηκε τάση αύξησης του όγκου παραγωγής της. Η πελατειακή πολιτική της εταιρείας εστιάζει ως επί το πλείστον στις μεγαλύτερες, πιο αναγνωρίσιμες αλυσίδες λιανικής πώλησης οι οποίες εξασφαλίζουν ευνοϊκότερες τιμές και μειωμένο πιστωτικό κίνδυνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2015 το 69% των εσόδων της εταιρείας προήλθε από συναλλαγές της με μόλις 10 εμπορικούς πελάτες.
Σε κάθε περίπτωση και παρά τα προβλήματα, η βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων διατηρεί ηγετική θέση σε όρους αξίας πωλήσεων μεταξύ των εταιρειών προϊόντων ταχείας κατανάλωσης (FMCG). Το 2015 ο συνολικός κύκλος εργασιών του κλάδου ανήλθε σε περίπου BGN 810 εκατ., 100 εκατ. παραπάνω από τον επόμενο σημαντικό κλάδο (ζαχαρωδών και σοκολατούχων). Κυριότερα παραγόμενα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι το συσκευασμένο γάλα, το γιαούρτι και το λευκό τυρί.
Ανάλυση του οργανισμού InteliAgro για τον γαλακτοκομικό τομέα καταγράφει δύο σημαντικές τάσεις: Α) Αύξηση του όγκου παραγωγής έτοιμου προς κατανάλωση φρέσκου γάλακτος και διπλασιασμός αυτού μέσα στα επόμενα 10 χρόνια (μόνο για το 2015, όποτε παρήχθησαν 74 εκατ. λίτρα, η αύξηση ήταν +14%) Β) Διαφοροποίηση παραγωγής με περισσότερα είδη τυριών πέρα των παραδοσιακών λευκών (sirene) και κίτρινων (kashkaval) τυριών και με χρήση όχι μόνο αγελαδινής προέλευσης γάλακτος.
Το μερίδιο των εξαγωγών στις πωλήσεις γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων αυξήθηκε το 2015 κατά +14% σε ετήσια βάση, χωρίς, όμως, να καταγραφεί αύξηση εξαγωγών σε όρους συνολικής αξίας. Πρώτα σε εξαγωγές προϊόντα είναι το τυρί και τα προϊόντα τυροπήγματος (BGN 178,5 εκατ.), ενώ ακολουθούν το μη συμπυκνωμένο γάλα και η κρέμα γάλακτος (BGN 14,4 εκατ.) και το γιαούρτι (BGN 13,6 εκατ.). Ο κ. Simeon Prisadashki, ιδιοκτήτης της εταιρείας Josi και αναπληρωτής πρόεδρος του Συνδέσμου Γαλακτοκομικών Προϊόντων στη Βουλγαρία, επισημαίνει τη θετική ανάπτυξη του λευκού τυριού, που, αν και είναι χαρακτηριστικό προϊόν των Βαλκανίων, γίνεται όλο και πιο αναγνωρίσιμο σε όλο τον κόσμο.
Κυριότερες προκλήσεις για τον κλάδο είναι η μεγάλη εισροή εισαγόμενων, ανταγωνιστικών φθηνών προϊόντων (UHT) στην αγορά, καθώς και η ανταγωνιστική τιμή του εισαγόμενου γάλακτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι την άνοιξη του 2016 ο Σύνδεσμος Γαλακτοκομικών Προϊόντων είχε παραδεχθεί ότι το 60% των «γαλακτοκομικών» προϊόντων που κυκλοφορούν στην τοπική αγορά περιέχουν φυτικά λίπη σε διάφορες ποσότητες. Σε τότε δηλώσεις εκπρόσωπων του Συνδέσμου είχε ακόμη υποστηριχθεί ότι η τιμή του ανεπεξέργαστου γάλακτος δεν καλύπτει το κόστος, ζήτημα που συνδέεται με την υπερπαραγωγή γάλακτος στην ΕΕ, τον αποκλεισμό του ευρωπαϊκού γάλακτος από τη ρωσική αγορά, τη μεγαλύτερη κρατική στήριξη των γαλακτοπαραγωγών σε άλλες χώρες και τη χαμηλή αποτελεσματικότητα των Βούλγαρων κτηνοτρόφων. Από την πλευρά της, η τότε Υπουργός Γεωργίας και Τροφίμων, κυρία Desislava Taneva, είχε υποστηρίξει ότι 12 χώρες της ΕΕ παράγουν φθηνότερο γάλα από τη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα κάποιες μεν εγχώριες γαλακτοκομικές εταιρείες να χρησιμοποιούν αποκλειστικά βουλγαρικό γάλα, αλλά οι περισσότερες να εισάγουν από Ουγγαρία, Ρουμανία και Σλοβακία.