Συνεχίζεται η πτωτική πορεία στις πωλήσεις των καταστημάτων μικρής λιανικής, ενώ μείωση καταγράφεται και στο συνολικό αριθμό των καταστημάτων την τελευταία τριετία. Όπως αναφέρεται στην τελευταία έκδοση της κλαδικής μελέτης “Καταστήματα Μικρής Λιανικής” που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Icap Group, συνολικά λειτουργούν περίπου 31,4 χιλ. καταστήματα το 2015 καταγράφοντας μείωση 2,5% σε σχέση με το 2014. Το 54% είναι παντοπωλεία, το 25% περίπτερα και το υπόλοιπο 21% περίπου αφορά καταστήματα ψιλικών.
Ο κλάδος της μικρής λιανικής (περίπτερα, καταστήματα ψιλικών, παντοπωλεία) περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό καταστημάτων, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία λειτουργούν ως ατομικές επιχειρήσεις. Απασχολούν μικρό αριθμό ή και καθόλου προσωπικό, δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό αυτών αφορά οικογενειακής μορφής επιχειρήσεις. Η εγχώρια αγορά καταστημάτων μικρής λιανικής είναι «κατακερματισμένη», ο δε κλάδος χαρακτηρίζεται από ευρεία γεωγραφική διασπορά. Σε γενικές γραμμές, υπάρχει έντονη κινητικότητα στον κλάδο, καθώς παρατηρούνται συχνές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των καταστημάτων (κλείνουν καταστήματα από έναν ιδιοκτήτη και ανοίγουν από άλλον).
Σημαντική εξέλιξη για τον κλάδο και ειδικότερα για τα περίπτερα και τα καταστήματα ψιλικών αποτέλεσε η απελευθέρωση της πώλησης καπνικών προϊόντων, καθώς και το άνοιγμα του επαγγέλματος του περιπτερούχου (Ν. 3919/2011). Μ’ τον νόμο αυτόν καταργήθηκαν διάφοροι περιορισμοί όπως: τα πληθυσμιακά κριτήρια για την έκδοση της άδειας, η μόνιμη κατοικία των δικαιούχων κλπ.
Η εξεταζόμενη αγορά είναι κατακερματισμένη, ο βαθμός συγκέντρωσης του κλάδου είναι ουσιαστικά αμελητέος, ενώ ο ανταγωνισμός λόγω του πλήθους των εν λειτουργία καταστημάτων θεωρείται ιδιαίτερα έντονος. Επιπλέον, σημαντικός είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας, πολλές δε οδηγήθηκαν στην άρση της λειτουργίας τους τα τελευταία χρόνια.
Για αρκετά από τα είδη που διατίθενται από τα καταστήματα, η τιμή λιανικής πώλησης δεν προσδιορίζεται από την ίδια την επιχείρηση μικρής λιανικής, αλλά είναι εκ των προτέρων είτε προσδιορισμένη είτε δεσμευτική (από τις διάφορες επιχειρήσεις/ προμηθευτές). Τα καταστήματα μικρής λιανικής διαθέτουν ένα ευρύ φάσμα προϊόντων. Σε γενικές γραμμές η ζήτηση των προϊόντων του κλάδου επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από αρκετούς οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Η τιμή πώλησης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, καθώς και οι γενικότερες μεταβολές στην καταναλωτική συμπεριφορά, καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό το ύψος των αγορών που πραγματοποιούνται από τα καταστήματα μικρής λιανικής.
Επιπλέον, η θέση ενός καταστήματος (π.χ. αν βρίσκεται σε κεντρικό σημείο, σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές, κοντά σε εργασιακούς χώρους, κοντά σε άλλα καταστήματα λιανικής, κλπ) αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επισκεψιμότητά του και για τη διάρθρωση των πωλήσεών του. Επισημαίνεται ότι, η εξέλιξη της ζήτησης ορισμένων προϊόντων (όπως τα καπνικά προϊόντα, οι εφημερίδες, τα περιοδικά, κλπ.) καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την επισκεψιμότητα ενός περιπτέρου ή καταστήματος ψιλικών. Τούτο διότι τα συγκεκριμένα προϊόντα συμμετέχουν με υψηλό ποσοστό στο συνολικό κύκλο εργασιών των εν λόγω καταστημάτων. Περαιτέρω, η εύκολη πρόσβαση, η ποιότητα και η ποικιλία των εμπορευμάτων, καθώς και η εξυπηρέτηση διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή ενός καταστήματος (mini market, κ.ά.), από πλευράς καταναλωτών. Συμπληρωματικά, η ικανότητα του ιδιοκτήτη/ υπαλλήλου στην ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων με τους πελάτες, θεωρείται ένας ακόμη παράγοντας για τη διατήρηση του πελατολογίου.
Για τις διάφορες επιχειρήσεις/ προμηθευτές, ο κλάδος της μικρής λιανικής αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό κανάλι διανομής, το οποίο προσφέρει στον προμηθευτή και ορισμένα πλεονεκτήματα (συγκριτικά με την πώληση σε καταστήματα του οργανωμένου λιανεμπορίου), όπως είναι η πώληση προϊόντων με μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους, η είσπραξη απαιτήσεων με καλύτερους όρους, καθώς και η μεγαλύτερη ευκολία διείσδυσης και προβολής των προϊόντων.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια της Διεύθυνσης Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP Group επισημαίνει σχετικά με τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο σύνολο των Επιμελητηρίων της χώρας (περίοδος έρευνας Απρίλιος – Μάιος 2015), ότι στον κλάδο της μικρής λιανικής λειτουργούν περίπου 31,4 χιλ. καταστήματα το 2015, αριθμός μειωμένος κατά 2,5% σε σχέση με το 2014 και μειωμένος κατά 6% σε σχέση με το 2013.
Τα παντοπωλεία/mini markets καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο συνολικό αριθμό των καταστημάτων, συμμετέχοντας με 53,8% το 2015 (από 52,8% το 2014 και 51,2% το 2013). Ακολουθούν τα περίπτερα με 24,9% το 2015 (2014: 25,3%) και τα καταστήματα ψιλικών με 21,3% (2014: 21,9%).
Επί του συνόλου των καταγεγραμμένων καταστημάτων μικρής λιανικής, τα περισσότερα βρίσκονται στο νομό Αττικής (6,4 χιλ. καταστήματα). Επισημαίνεται ότι στην Αττική καταγράφηκε μείωση 4,5% στον αριθμό των καταστημάτων το 2015 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Επίσης, ο αριθμός τους το 2015 εμφανίζεται μειωμένος κατά 15% σε σχέση με το 2013. Το μερίδιό της διαμορφώθηκε σε 20,5% το 2015 από 22,5% το 2013. Ακολουθεί η Θεσσαλονίκη με 8,2% το 2015 και με μεγάλη διαφορά έπονται η Αχαΐα (3,9%), και το Ηράκλειο (3,9%).
Κατανομή ανά Περιφέρεια
Σε επίπεδο Διοικητικών Περιφερειών, η Αττική συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό καταστημάτων το 2015 (20,5%) και ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία (17,6%) και η Περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας (9,4%). Από την άλλη πλευρά, οι Περιφέρειες με το μικρότερο αριθμό καταστημάτων είναι η Δυτική Μακεδονία (2,4%) και η Περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου (3,5%).
Κατανομή ανά Τύπο Καταστήματος
Τα καταστήματα ψιλικών παρουσιάζουν μεγαλύτερη γεωγραφική συγκέντρωση στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), συγκριτικά με τα περίπτερα και τα παντοπωλεία. Μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά παρατηρείται στα παντοπωλεία, καθώς μόλις το 18,1% αυτών βρίσκεται στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης.
Από την άλλη πλευρά, στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης είναι συγκεντρωμένο το 36,6% των περιπτέρων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταστήματα ψιλικών είναι 46,6%.
Αναλογία Κατοίκων ανά Κατάστημα Μικρής Λιανικής
Η κυρία Παντελαίου αναφέρεο ότι στο σύνολο της χώρας αντιστοιχούν 345 κάτοικοι ανά κατάστημα μικρής λιανικής. Η αναλογία είναι αυξημένη σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη, λόγω της μείωσης των επιχειρήσεων. Η υψηλότερη αναλογία παρουσιάζεται στα καταστήματα ψιλικών (1.617 κάτοικοι/κατάστημα). Ακολουθούν τα περίπτερα (1.383 κάτοικοι/κατάστημα) και τα παντοπωλεία (641 κάτοικοι / κατάστημα).
Σε επίπεδο νομών, η υψηλότερη αναλογία κατοίκων ανά κατάστημα παρατηρείται στην Αττική (599 κάτοικοι/κατάστημα), την Μαγνησία (489 κάτοικοι/κατάστημα) και τα Δωδεκάνησα.
Η μικρότερη αναλογία εντοπίζεται στους νομούς Ζακύνθου (86 κάτοικοι/κατάστημα), Λέσβου (147 κάτοικοι/κατάστημα), Κυκλάδων (155 κάτοικοι/ανά κατάστημα) και Σάμου.
Μέγεθος ελληνικής αγοράς
Η συνολική αξία της αγοράς μικρής λιανικής υποχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό -7,3% την περίοδο 2011-2014. Ειδικότερα, το 2014 η αγορά μειώθηκε κατά 5%.
Σύμφωνα με τη Senior Manager της ICAP Group, Ελένη Δεμερτζή, η συρρίκνωση του εισοδήματος των καταναλωτών, ο περιορισμός των “παρορμητικών” αγορών και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από το οργανωμένο λιανεμπόριο, έχουν επηρεάσει αρνητικά τις συνολικές πωλήσεις του κλάδου. Επιπρόσθετα, παρατηρείται μεταβολή των καταναλωτικών συνηθειών, η οποία εκφράζεται με την προσπάθεια αποτελεσματικότερης κατανομής του οικογενειακού προϋπολογισμού, την αγορά κυρίως βασικών ειδών πρώτης ανάγκης, τη στροφή σε οικονομικότερα προϊόντα, κλπ.
Ανά κατηγορία καταστημάτων σημειώνονται τα εξής: Τα παντοπωλεία/ mini markets εκτιμάται ότι κάλυψαν περίπου το 47% των συνολικών πωλήσεων των καταστημάτων μικρής λιανικής το 2014, ενώ τα περίπτερα και τα καταστήματα ψιλικών απέσπασαν το 33% και 20% αντίστοιχα. Σύμφωνα με προβλέψεις της ICAP Group Α.Ε., περαιτέρω μείωση της αγοράς εκτιμάται και για το 2015 με ρυθμό της τάξης του 6%.
Η κυρία Δεμερτζή επισημαίνει επίσης ότι τα καταστήματα της μικρής λιανικής για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας αλλά και τον έντονο ανταγωνισμό, θα πρέπει να στηριχθούν στα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους τα οποία είναι κυρίως η προσωπική επαφή με τον πελάτη αλλά και το διευρυμένο ωράριο λειτουργίας τους.
Τα εξεταζόμενα καταστήματα αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό κανάλι πωλήσεων για αρκετές επιχειρήσεις – προμηθευτές (τροφίμων, ποτών, καπνού κ.λπ.), δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προβάλουν τα προϊόντα τους κυρίως σε σημεία με υψηλή καταναλωτική κίνηση.
Κορυφαίες Λιανεμπορικές Επιχειρήσεις Παγκοσμίως
Κορυφαία λιανεμπορική επιχείρηση ειδών παντοπωλείου παγκοσμίως αναδείχθηκε και για το 2013 η Wal-Mart, η οποία εδρεύει στις ΗΠΑ. Οι συνολικές της πωλήσεις διαμορφώθηκαν σε $473,1 δισ. το 2013, ενώ το συνολικό δίκτυο καταστημάτων της ανέρχεται σε 10.739. Ακολούθησε η Costco Wholesale Corp., η οποία αναρριχήθηκε στη δεύτερη θέση της κατάταξης το 2013 (με πωλήσεις $102,9 δισ. και 634 καταστήματα), ενώ την πρώτη τετράδα συμπλήρωσαν η γαλλική αλυσίδα Carrefour και η βρετανική Tesco, η καθεμιά εκ των οποίων σημείωσε συνολικές πωλήσεις $99,4 δισ. το 2013.
Οι συνολικές πωλήσεις των 25 μεγαλύτερων λιανεμπόρων ειδών παντοπωλείου ανήλθαν σε $2.012,2 δισ. το 2013, παρουσιάζοντας αύξηση 2,7% περίπου σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πωλήσεις του 2013 δεν είναι άμεσα συγκρίσιμες με εκείνες του 2012 για όλες τις εταιρείες του δείγματος, καθώς οι μετατροπές σε δολάρια (για όσους ομίλους δημοσιεύουν οικονομικά αποτελέσματα σε άλλο νόμισμα, π.χ. σε ευρώ) έγιναν με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε το εκάστοτε έτος. Ο συνολικός αριθμός των καταστημάτων των συγκεκριμένων ομίλων διαμορφώθηκε σε 154,7 χιλ. το 2013, μειωμένος κατά 10,7% σε σχέση με το 2012.
Οι περισσότεροι από τους προαναφερόμενους ομίλους δραστηριοποιούνται σε σημαντικό αριθμό χωρών ανά την υφήλιο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η γερμανική Metro Group έχει παρουσία σε 33 χώρες συνολικά, ενώ η Wal-Mart σε 28 χώρες.
Η Παγκόσμια Αγορά των Καταστημάτων Ευκολίας
Τα μικρού μεγέθους καταστήματα παρουσιάζουν σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης παγκοσμίως, καθώς οι καταναλωτές προτιμούν (σε διαρκώς αυξανόμενο βαθμό) την εγγύτητα, την ευκολία πρόσβασης και το μικρότερο μέσο καλάθι αγορών.
Σύμφωνα με τον οίκο Planet Retail, το 2013 οι συνολικές πωλήσεις ειδών παντοπωλείου παγκοσμίως (Grocery Retail) ανήλθαν σε περίπου $4,33 τρισ., παρουσιάζοντας σωρευτική αύξηση 21,4% σε σχέση με το 2008. Οι πωλήσεις των hypermarkets & superstores καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο της παγκόσμιας αγοράς (41,5% το 2013) και ακολουθούν τα super markets (με 19,7%).
Τα μικρού μεγέθους καταστήματα (π.χ. discounters, convenience stores) προβλέπεται ότι θα παρουσιάσουν μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης (σε επίπεδο πωλήσεων) σε σχέση με τα μεγάλα καταστήματα, τα επόμενα έτη (διάγραμμα 1). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι καταναλωτές προτιμούν σε διαρκώς αυξανόμενο βαθμό την εγγύτητα, την ευκολία πρόσβασης και το μικρότερο μέσο καλάθι αγορών. Από την άλλη πλευρά, οι online αγορές (e-commerce) εμφανίζουν εντυπωσιακή άνοδο σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που αναμένεται να συνεχισθεί και τα επόμενα έτη.
Εάν εξαιρεθούν τα online καταστήματα, τότε τα κανάλια των convenience stores και των εκπτωτικών καταστημάτων (discount stores) προβλέπεται να εμφανίσουν τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης κατά την περίοδο 2013-2018. Ειδικότερα, οι πωλήσεις των καταστημάτων ευκολίας προβλέπεται να αυξηθούν με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,2% την πενταετία 2013-2018 και να ανέλθουν σε περίπου $437 δισ. το 2018. Οι χώρες της Ασίας-Ωκεανίας αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά (βάσει μεγέθους) στην προαναφερόμενη κατηγορία καταστημάτων, συμμετέχοντας με 44,4% στις παγκόσμιες πωλήσεις των convenience stores το 2013. Ακολουθεί η Β. Αμερική με 25,7% και η Δυτική Ευρώπη με 24,1%. Οι συνολικές πωλήσεις των καταστημάτων «ευκολίας» στην Ευρώπη διαμορφώθηκαν σε $83,9 δισ. το 2013.
Ιδιαίτερα θετικές θεωρούνται οι προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης των συγκεκριμένων καταστημάτων κατά την επόμενη πενταετία στις περιοχές της Λατινικής Αμερικής (μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης πωλήσεων: 10,5%) και της Κεντρικής Ευρώπης (10,2%).
Συμπεράσματα – Προοπτικές
Ο τομέας των μικρών καταστημάτων λιανικής πώλησης αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα του ευρύτερου κλάδου του λιανεμπορίου τροφίμων, ποτών και καπνού. Η δομή και διάρθρωση της εγχώριας οικονομίας, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικράτησαν τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική μορφολογία της χώρας (πολλά νησιά, κλπ.) έχουν ως συνέπεια την ύπαρξη μεγάλου αριθμού καταστημάτων μικρής λιανικής. Ως εκ τούτου, αποτελούν σημαντικό κανάλι διάθεσης προϊόντων στους τελικούς καταναλωτές, προσελκύοντας παράλληλα το ενδιαφέρον πλήθους εταιρειών-προμηθευτών.
Η οικονομική κατάσταση της χώρας μας τα τελευταία έτη, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και τη σταδιακή ισχυροποίηση του οργανωμένου λιανεμπορίου, αναπόφευκτα έχουν επηρεάσει το «τζίρο» και την κερδοφορία των επιχειρήσεων του κλάδου. Πολλές δε εξ’ αυτών οδηγήθηκαν στην άρση της λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα τη μείωση των εν λειτουργία καταστημάτων τα τελευταία έτη.
Στην παρούσα φάση λειτουργούν περίπου 31,4 χιλ. καταστήματα μικρής λιανικής στην Ελλάδα (περίπτερα, καταστήματα ψιλικών, παντοπωλεία). Το πλήθος τους ανά περιοχή σχετίζεται γραμμικά και θετικά με τον πληθυσμό της. Στο σύνολο της χώρας αντιστοιχούν περίπου 345 κάτοικοι ανά κατάστημα μικρής λιανικής.
Ανάλυση Ανταγωνιστικού Περιβάλλοντος
Η απελευθέρωση του επαγγέλματος του περιπτερούχου καθιστά πλέον ευκολότερη την είσοδο νέων επιχειρήσεων στον κλάδο των περιπτέρων, από πλευράς νομοθετικού πλαισίου.
Το θεσμικό πλαίσιο επέβαλε συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης περιπτέρων (μόνιμη κατοικία των δικαιούχων, πληθυσμιακά κριτήρια, περιορισμένος αριθμός δικαιούχων εκμετάλλευσης περιπτέρων, περιορισμός της εκμίσθωσης μόνο από φυσικά πρόσωπα κ.λπ.). Επίσης, αντίστοιχοι περιορισμοί υπήρχαν και για την πώληση καπνικών προϊόντων.
Με την αλλαγή των νομοθετικών ρυθμίσεων (νόμος 4257/2014), οι περιορισμοί για τη χορήγηση των αδειών των περιπτέρων καταργήθηκαν και δίνεται η δυνατότητα στους δήμους να καθορίζουν θέσεις περιπτέρων, χορηγώντας αυτές κατά 30% σε ΑΜΕΑ και πολυτέκνους και κατά 70% σε ιδιώτες μέσω δημοπρασιών.
Περαιτέρω, δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι θεσμικοί περιορισμοί που να δυσχεραίνουν την έναρξη λειτουργίας νέων καταστημάτων ψιλικών και παντοπωλείων. Η κατάργηση των περιορισμών για την πώληση καπνικών προϊόντων (τα οποία καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη βιωσιμότητα ενός περιπτέρου ή καταστήματος ψιλικών), διευκολύνει την είσοδο νέων καταστημάτων γενικότερα στον κλάδο της μικρής λιανικής. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αυξάνονται οι ανταγωνιστικές πιέσεις από εταιρείες εκτός του κλάδου (super markets, κ.ά.), οι οποίες επιδιώκουν να εισέλθουν στην αγορά των καπνικών προϊόντων.
Το κόστος εξοπλισμού και μίσθωσης για το άνοιγμα και τη διαμόρφωση ενός καταστήματος μικρής λιανικής, παρά το γεγονός ότι δύναται να παρουσιάζει διακυμάνσεις (ανάλογα με το μέγεθος αυτού, τη γεωγραφική περιοχή κ.α.), δεν θεωρείται απαγορευτικό για την είσοδο νέων επιχειρήσεων.
Εξάλλου, η απουσία ουσιαστικά «αλυσίδων» καταστημάτων μικρής λιανικής, οι οποίες ενδεχομένως θα μπορούσαν να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας και διαφοροποίηση των προσφερόμενων προϊόντων/υπηρεσιών τους, καθώς και να έχουν αποκτήσει ενισχυμένη φήμη, διευκολύνουν την είσοδο μιας νέας επιχείρησης στον εξεταζόμενο κλάδο.
Γενικά, το γεγονός ότι η αγορά των καταστημάτων μικρής λιανικής είναι «κατακερματισμένη» καθιστά, θεωρητικά, πιο εύκολη την είσοδο νέων επιχειρήσεων. Ωστόσο, δεδομένης της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης της χώρας και της μείωσης των εισοδημάτων των καταναλωτών, οι νέες επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό που πηγάζει από την ύπαρξη μεγάλου αριθμού υφιστάμενων μικρών καταστημάτων και τη μείωση της συνολικής ζήτησης.
Κίνδυνοι από Υποκατάστατα Προϊόντα ή Υπηρεσίες
Τα διάφορα καταστήματα του οργανωμένου λιανεμπορίου (S/M, hypermarkets, κλπ) θεωρείται ότι λειτουργούν ανταγωνιστικά, ως ένα βαθμό, για τον κλάδο της μικρής λιανικής.
Το οργανωμένο λιανεμπόριο μέσω και της ανάπτυξης των καταστημάτων ευκολίας (convenience stores), τα οποία μπορούν να καλύψουν καθημερινές ή έκτακτες ανάγκες των καταναλωτών, εντείνει τις ανταγωνιστικές πιέσεις προς τα καταστήματα της μικρής λιανικής. Ο ανταγωνισμός οξύνεται περαιτέρω λόγω της απελευθέρωσης πώλησης ορισμένων προϊόντων (π.χ. καπνικά προϊόντα, κ.ά.) και από τα super markets.
Τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν τα μεγάλα καταστήματα συγκριτικά με τα καταστήματα της μικρής λιανικής είναι η μεγάλη ποικιλία των προϊόντων, οι χαμηλότερες τιμές και η προσφορά προϊόντων private label. Επίσης, οι μεγάλες αλυσίδες του λιανεμπορίου έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν δαπάνες για marketing και διαφήμιση, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η φήμη του “εμπορικού σήματός” τους.
Από την άλλη πλευρά, τα καταστήματα της μικρής λιανικής πλεονεκτούν σε ό,τι αφορά το διευρυμένο ωράριο λειτουργίας, την εξοικονόμηση χρόνου και προσπάθειας για τον καταναλωτή, την προσωπική επαφή με τον πελάτη, κ.ά.
Επιπλέον, τα διάφορα ειδικευμένα καταστήματα του λιανεμπορίου (αρτοποιεία, οπωροπωλεία, κ.ά.) θεωρείται, ως ένα βαθμό, ότι λειτουργούν ως «υποκατάστατα» των καταστημάτων μικρής λιανικής.
Διαπραγματευτική Δύναμη Προμηθευτών
Τα καταστήματα μικρής λιανικής προμηθεύονται τα προϊόντα τους (τρόφιμα, ποτά, αναψυκτικά, καπνικά προϊόντα, εφημερίδες, περιοδικά, ψιλικά κλπ) κυρίως μέσω χονδρεμπόρων/ αντιπροσώπων, μέσω καταστημάτων Cash & Carry και σπανιότερα απευθείας από εισαγωγικές/ παραγωγικές επιχειρήσεις.
Η διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική. Οι επιχειρήσεις μικρής λιανικής έχουν περιορισμένες δυνατότητες διαπραγμάτευσης δεδομένου του μικρού μεγέθους τους, του μεγάλου αριθμού καταστημάτων και γενικότερα της μεγάλης διασποράς που παρατηρείται στον κλάδο.
Για αρκετά προϊόντα (π.χ. σνακς, παγωτά, εμφιαλωμένα νερά, αναψυκτικά, κ.ά.) το κανάλι της μικρής λιανικής αντιπροσωπεύει ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό των λιανικών πωλήσεων των συγκεκριμένων προϊόντων. Η παρουσία των προϊόντων των εταιρειών – προμηθευτών στα συγκεκριμένα σημεία πώλησης αποτελεί θέμα στρατηγικής σημασίας και ο ανταγωνισμός για την επέκταση του δικτύου διανομής τους είναι ιδιαίτερα έντονος. Ως αποτέλεσμα, οι εταιρείες προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε διάφορες παροχές/εκπτώσεις προς τα μικρά καταστήματα. Το γεγονός αυτό ενισχύει, σε κάποιο βαθμό, τη διαπραγματευτική ικανότητα των καταστημάτων της μικρής λιανικής.
Διαπραγματευτική Δύναμη Αγοραστών
Τα προϊόντα που διατίθενται μέσω των καταστημάτων μικρής λιανικής απευθύνονται ως επί το πλείστον σε τελικούς καταναλωτές, η διαπραγματευτική δύναμη των οποίων είναι ανύπαρκτη. Εξάλλου, τα περιθώρια των μικρών καταστημάτων για μείωση των τιμών πώλησης σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων είναι χαμηλά, δεδομένων και των μικρών ποσοστών κερδοφορίας που αποκομίζουν.
Σε αρκετές, ωστόσο, περιπτώσεις, αναπτύσσονται δυνατές πελατειακές σχέσεις μεταξύ των καταναλωτών και των ιδιοκτητών των καταστημάτων μικρής λιανικής, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να διαθέτουν συχνά προϊόντα με πίστωση, ιδιαίτερα τα τελευταία έτη, που παρατηρείται συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, δεδομένης α) της μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης τα τελευταία χρόνια και β) του γεγονότος ότι τα είδη διατροφής καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο σύνολο της καταναλωτικής δαπάνης, οι καταναλωτές παρουσιάζονται ιδιαίτερα «ευαίσθητοι» στις μεταβολές των τιμών (price sensitive). Ως αποτέλεσμα, οι καταναλωτές εναλλάσσονται πιο εύκολα μεταξύ τόσο των προϊόντων (στροφή σε φθηνότερα προϊόντα), όσο και μεταξύ καταστημάτων (π.χ. στροφή σε καταστήματα με μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων, κλπ.), συγκριτικά με παλαιότερα.
Ανταγωνισμός Μεταξύ των Επιχειρήσεων
O ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος δεδομένου του μεγάλου αριθμού των καταστημάτων που δραστηριοποιούνται σε αυτόν. Ο ανταγωνισμός εντείνεται περαιτέρω λόγω και της οικονομικής συγκυρίας και των ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκεί το οργανωμένο λιανεμπόριο.
Το διευρυμένο ωράριο και η λειτουργία σε ημέρες αργιών θεωρείται, αρκετές φορές, απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να είναι βιώσιμο ένα κατάστημα μικρής λιανικής.
Επιπλέον, η ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων με τους πελάτες, αποτελεί βασικό παράγοντα για τη διατήρηση του πελατολογίου των καταστημάτων μικρής λιανικής.
Η ένταση του ανταγωνισμού εξαρτάται και από τον αριθμό των καταστημάτων που λειτουργούν σε κοντινή απόσταση. Περαιτέρω, η απελευθέρωση του επαγγέλματος του περιπτερούχου και της πώλησης καπνικών προϊόντων οξύνει τον ανταγωνισμό γενικότερα στον κλάδο της λιανικής πώλησης τροφίμων – ποτών – καπνού.
Από την άλλη πλευρά, τα μικρά καταστήματα λιανικής δεν έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους. Κατά συνέπεια, δεν παρατηρείται ιδιαίτερα έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους σε επίπεδο τιμών.
Στην προσπάθεια τους να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό ορισμένα καταστήματα μικρής λιανικής εντάσσουν νέες κατηγορίες προϊόντων (όπως μαναβική, τυροκομικά κ.ά.), και πραγματοποιούν σε πολλές περιπτώσεις και κατ’ οίκον διανομή σε πελάτες.