Ειδήσεις
Home / Retail / Περιθώρια δραστηριοποίησης στην πολωνική αγορά βιολογικών τροφίμων

Περιθώρια δραστηριοποίησης στην πολωνική αγορά βιολογικών τροφίμων

Tα βιολογικά τρόφιμα αντιστοιχούν μόλις στο 0,2% της συνολικής αγοράς τροφίμων στην Πολωνία, παρουσιάζοντας ωστόσο έντονα αυξητική τάση. Αυτό αναφέρει σε έκθεσή του το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελλάδας στην Βαρσοβία, επισημαίνοντας ότι τα οικολογικά και βιολογικά προϊόντα εξακολουθούν να ανήκουν σε μια εξειδικευμένη αγορά (niche market), αλλά υπάρχουν ακόμη περιθώρια δραστηριοποίησης ξένων προμηθευτών, αφού η ποικιλία των εμπορευμάτων (βιολογικών προϊόντων) που παράγονται εγχωρίως, παραμένει περιορισμένη.
Η εγχώρια ζήτηση βιολογικών τροφίμων τριπλασιάστηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ανερχόμενη στα 160 εκατ. ευρώ το 2014. Καθώς η τάση κατανάλωσης προϊόντων της ευρύτερης κατηγορίας προϊόντων «υγιεινής διατροφής» εκδηλώνεται στην πολωνική αγορά -των 38,5 εκατ. κατοίκων -με κάποια καθυστέρηση, σε σχέση με τις δυτικοευρωπαϊκές αγορές, ενισχύεται σταθερά στη πάροδο των χρόνων η αγοραστική συνείδηση που αφορά στη κατανάλωση προϊόντων υγιεινής διατροφής, άρα υπάρχει σημαντική ανάγκη αναπλήρωσης των ελλείψεων που παρουσιάζονται.
Σύμφωνα με δηλώσεις του επικεφαλής της μεγαλύτερης πολωνικής επιχείρησης του κλάδου Bio Planet S.A. (www.bioplanet.pl), κ. Sylwester Struzyna, στην πολωνική εφημερίδα Rzeczpospolita, (σημειώνεται ότι η Bio Planet είναι η ηγέτιδα εταιρεία του κλάδου και διευρύνει σταδιακά τη βάση διαμετακομιστικού εμπορίου της), εκτιμάται ότι, η ζήτηση βιολογικών προϊόντων θα μπορούσε να αυξηθεί στα 660 εκατ. ευρώ μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια (σε μια τέτοια περίπτωση, στα βιολογικά τρόφιμα θα αντιστοιχούσε το 1% της συνολικής αγοράς τροφίμων, από 0,2% που τούς αντιστοιχεί σήμερα).
Ειδικά και όσον αφορά στη ‘’Bio Planet’’, σημειώνεται ότι είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και διανομέας βιολογικών προϊόντων στη χώρα (εδρεύει στο Leszno της δυτικής Πολωνίας). Από τις αρχές του 2015, η εταιρεία θα είναι εισηγμένη στην εναλλακτική πλατφόρμα συναλλαγών New Connect του Χρηματιστηρίου Βαρσοβίας WSE, μαζί με την εταιρεία παραγωγής φυτικών βιολογικών προϊόντων Symbio Polska S.A. (www.symbio.pl) και τη μεγαλύτερη αλυσίδα λιανεμπορίου του κλάδου, OrganicFarma Zdrowia (www.organicmarket.pl), ενώ άλλες σημαντικές επιχειρήσεις του κλάδου είναι οι χονδρεμπορικές EkoWital (www.eko-wital.pl) και Api-Eko (www.apieko.pl).
Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις του κλάδου προμηθεύονται πρώτες ύλες από ξένες και εγχώριες αγροτικές επιχειρήσεις του τομέα βιολογικής καλλιέργειας. Ο αριθμός των εγχώριων αγροτικών επιχειρήσεων του τομέα έχει αυξηθεί τα τελευταία έτη, ανερχόμενος στις 27.093 στα τέλη του 2013 (στοιχεία Επιθεώρησης Αγροδιατροφικών Προϊόντων IJHARS, www.ijhar-s.gov.pl). Οι επιχειρήσεις αυτές καλλιεργούν 6.699,69 στρέμματα. Στα τέλη του 2013 υπήρχαν στην Πολωνία 407 μεταποιητικές επιχειρήσεις παραγωγής βιολογικών/οικολογικών τροφίμων (από 312 το 2012, 293 το 2010, 236 το 2008 και 170 το 2006). Εβδομήντα οκτώ (78) από αυτές εντοπίζονται στην περιφέρεια Mazowieckie της πρωτεύουσας Βαρσοβίας, 53 στην δυτική περιφέρεια Wielkopolskie (53) με πρωτεύουσα τοPoznan, και 45 στην ανατολική περιφέρεια Lubelskie με πρωτεύουσα το Lublin.

Αγορά Λιανικής
Σε ολόκληρη τη χώρα, περίπου 600 μικρά και πολύ μικρά εξειδικευμένα καταστήματα (50% της συνολικής αγοράς βιολογικών) εμπορεύονται βιολογικά/οικολογικά προϊόντα, ενώ μερικά βιολογικά/οικολογικά προϊόντα συναντώνται και στα ράφια (συγκεκριμένων τμημάτων) ορισμένων supermarkets ή καταστημάτων πώλησης συμβατικών τροφίμων (25% συνολικής αγοράς βιολογικών).
Επίσης, όλο και πιο συχνά συναντώνται βιολογικά/οικολογικά προϊόντα στις λαϊκές αγορές (20% της συνολικής αγοράς βιολογικών).
Σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας ερευνών αγοράς Euromonitor International, το 2015 και το 2016 αναμένεται περαιτέρω αύξηση των πωλήσεων συσκευασμένων βιολογικών τροφίμων και ποτών στην πολωνική αγορά, φθάνοντας το 2016 τα 282 εκατ. ζλότι.
Επισημαίνεται ότι τα βιολογικά τρόφιμα διατίθενται στην εγχώρια αγορά σε τιμές 50% έως 150% υψηλότερες εκείνων των ομοειδών συμβατικών (δηλ. μη βιολογικών) προϊόντων. Οι υψηλές τιμές αποθαρρύνουν αρκετούς υποψήφιους καταναλωτές και καθιστούν, εκ των πραγμάτων, τα εν λόγω προϊόντα προσιτά – πρωτίστως – στους εύπορους κατοίκους των αστικών κέντρων. Πέραν των υψηλών τιμών του λιανεμπορίου, εμπόδια για την περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς βιολογικών τροφίμων αποτελούν τα σχετικώς αναποτελεσματικά δίκτυα διανομής και το μικρό μέγεθος των παραγωγικών δομών.
Σύμφωνα με αναλυτές του κλάδου, οι τιμές θα υποχωρήσουν σημαντικά μόνον όταν η αγορά μεγεθυνθεί αρκετά και η ζήτηση αυξηθεί. Προς το παρόν, το υψηλό κόστος μεταφοράς αποτελεί τον κύριο παράγοντα διατήρησης των τιμών σε υψηλό επίπεδο, αφού δεν υφίστανται αρκετές χονδρεμπορικές επιχειρήσεις του κλάδου ή μεταφορικές εταιρείες που να ειδικεύονται στη διανομή των συγκεκριμένων προϊόντων. Λόγω της ανεπάρκειας των δικτύων διανομής, οι παραγωγοί αναγκάζονται συχνά να διαθέτουν τα προϊόντα τους μόνο μέσω τοπικών/περιφερειακών αγορών.
Όσον αφορά στο καταγεγραμμένο ενδιαφέρον των καταναλωτών για τα βιολογικά τρόφιμα, σύμφωνα με έρευνες γνώμης, το 8% των Πολωνών καταναλωτών αγοράζει τέτοιου είδους τρόφιμα τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, ενώ η σχετική κατά κεφαλήν δαπάνη ανέρχεται στα 3 ευρώ (παρουσιάζοντας μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με χώρες όπως η Γερμανία, όπου η αντίστοιχη δαπάνη υπερβαίνει τα 70 ευρώ), αν και τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις.