Ειδήσεις
Home / Οικονομια / OΟΣΑ: Ποιες βελτιώσεις προτείνει για το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα

OΟΣΑ: Ποιες βελτιώσεις προτείνει για το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα

Πρόσθετες υποχρεώσεις για τις ελληνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο ηλεκτρονικό εμπόριο, πολλοί και συχνά αντιφατικοί ορισμοί της έννοιας του καταναλωτή και του προμηθευτή, παρωχημένες διατάξεις είναι μερικά μόνο από τα ευρήματα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ο διεθνής οργανισμός ολοκλήρωσε την αξιολόγηση των συνθηκών ανταγωνισμού στον κλάδο του ηλεκτρονικού εμπορίου, εξετάζοντας 83 διαφορετικά νομοθετήματα που αφορούν ή επηρεάζουν τον εν λόγω κλάδο και χθες έκανε μια πρώτη παρουσίαση των βασικών συμπερασμάτων και συστάσεων.

Ο κλάδος του ηλεκτρονικού εμπορίου εξετάστηκε στο πλαίσιο της τρίτης εργαλειοθήκης ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο και θα περιλαμβάνει συστάσεις  για τρεις ακόμη κλάδους: ΜΜΕ, κατασκευές και χονδρεμπόριο. Σύμφωνα δε με το υφιστάμενο χρονοδιάγραμμα η σχετική νομοθέτηση των συστάσεων θα πραγματοποιηθεί στα τέλη του 2016.

Οι κυριότερες συστάσεις στις οποίες προχωρά ο ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά τον κλάδο του ηλεκτρονικού εμπορίου είναι οι ακόλουθες:

1) Να υιοθετηθεί ενιαίος ορισμός σε όλο το σώμα του κυρίως νόμου περί της προστασίας του καταναλωτή (Νόμος 2251/1994). Όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ στον βασικό νόμο περί προστασίας του καταναλωτή υπάρχουν πολλαπλοί και αντιφατικοί μεταξύ τους ορισμοί του καταναλωτή που εφαρμόζονται σε διαφορετικούς τομείς της προστασίας του καταναλωτή (γενικοί και καταχρηστικοί όροι συναλλαγών, συμβάσεις – περιλαμβανομένων εκείνων περί πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως, παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εξ αποστάσεως, ευθύνη των παραγωγών για ελαττωματικά προϊόντα, πώληση αγαθών και σχετικές εγγυήσεις, άδικες εμπορικές πρακτικές, διαφήμιση κλπ.) με αποτέλεσμα την δημιουργία σύγχυσης και την πρόκληση νομικής αβεβαιότητας. Ως καταναλωτές ορίζονται άλλοτε φυσικά ή νομικά πρόσωπα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες και τα οποία αποτελούν τον τελικό αποδέκτη αυτών περιλαμβανομένων των αποδεκτών διαφημιστικών μηνυμάτων ή των εγγυητών και άλλοτε φυσικά πρόσωπα μόνον που ενεργούν εκτός της εμπορικής, βιομηχανικής, επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους ιδιότητας.

Ως αποτέλεσμα, καταναλωτές και προμηθευτές χρειάζεται συχνά να αναζητήσουν νομική συνδρομή ώστε να ερμηνεύσουν τον νόμο, να κατανοήσουν ποιος καλύπτεται από τις σχετικές διατάξεις και ποιος όχι και υποθέσεις συχνά οδηγούνται στα δικαστήρια. Υπάρχει εκτενής νομολογία, ακόμα και του Αρείου Πάγου, επάνω στο πολύ βασικό θέμα του ποιος θεωρείται τελικά ως καταναλωτής.

Αναπόφευκτα, οι προμηθευτές στο ηλεκτρονικό εμπόριο αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αυτοματοποίηση των on line συμβάσεών τους και των όρων συναλλαγών τους, καθώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους διαφέρουν ανάλογα με το αν ο αποδέκτης των προϊόντων ή υπηρεσιών τους καλύπτεται από την σχετική νομοθεσία και αν προστατεύεται ως καταναλωτής.

2) Να υιοθετηθεί ενιαίος ορισμός του προμηθευτή σε όλο το σώμα του κυρίως νόμου περί της προστασίας του καταναλωτή. Όπως και στην περίπτωση του ορισμού του καταναλωτή, υπάρχουν πολλαπλοί ορισμοί του προμηθευτή στον νόμο περί προστασίας του καταναλωτή, γεγονός που ομοίως δημιουργεί στους προμηθευτές προβλήματα νομικής αβεβαιότητας, καθώς και αυξημένου κόστους νομικής υποστήριξης και συμμόρφωσης. Επιπλέον, η ως άνω ορολογία διαφέρει σε κάποιες περιπτώσεις από αυτήν που υπάρχει στις σχετικές οδηγίες, με επιπτώσεις σε σημαντικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους ενδιαφερόμενους.

3) Να διευκρινισθούν οι ορισμοί και η διαφοροποίηση μεταξύ νομικών και εμπορικών εγγυήσεων. Σημειώνεται ότι η νομική εγγύηση είναι η ελάχιστη νομική προστασία που προσφέρεται στους καταναλωτές σε περίπτωση προϊόντων που είναι ελαττωματικά, ενώ οι εμπορικές εγγυήσεις είναι  είναι επιπρόσθετα εχέγγυα που προσφέρει κατ’ επιλογήν ο προσφέρων αυτές (κατασκευαστής, εισαγωγέας, πωλητής κτλ.), που συχνά προσφέρονται ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού. Οι διατάξεις περί εγγυήσεων είναι και πολύπλοκες και διασκορπισμένες στο εθνικό δίκαιο (εν μέρει στην νομοθεσία περί προστασίας του καταναλωτή και εν μέρει στον Αστικό Κώδικα). Αποτέλεσμα αυτού είναι η διαφαινόμενη έλλειψη κατανόησης των σχετικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και από τους προμηθευτές και από τους καταναλωτές, αλλά και η ασάφεια στην επικοινωνία από πλευράς προμηθευτών και ηλεκτρονικών καταστημάτων.

4) Να καταργηθούν κάποιες υποχρεώσεις των τελικών πωλητών σχετικά με τις εμπορικές εγγυήσεις. Σε αντίθεση με τις νομικές εγγυήσεις, που τείνουν να προσφέρουν το ελάχιστο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, οι εμπορικές εγγυήσεις προσφέρονται στους καταναλωτές πέρα και πάνω από τις νομικές εγγυήσεις, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού στην αγορά. Οι υποχρεώσεις που θέτει ο νόμος στους Έλληνες προμηθευτές σε σχέση με τις εμπορικές εγγυήσεις, τους επιβαρύνουν περισσότερο από την πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη (Οδηγία 1999/44/EΚ). Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι εγχώριοι «προμηθευτές», περιλαμβανομένων των παρόχων ηλεκτρονικού εμπορίου, πρέπει να υποστούν το κόστος των εμπορικών εγγυήσεων και των σχετικών επισκευών για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο ακόμη και αν ο αρχικός κατασκευαστής/ προμηθευτής δεν επέλεξε να παρέχει ανάλογη εμπορική εγγύηση. Οι υποχρεώσεις αυτές μεγεθύνονται για τους εγχώριους προμηθευτές εάν συνδυαστούν με τον ευρύ ορισμό του καταναλωτή που ισχύει σ ‘αυτήν την περίπτωση (νομικά πρόσωπα που είναι τελικοί αποδέκτες λογίζονται επίσης ως καταναλωτές). Στον βαθμό που ανταγωνιστές στο εξωτερικό δεν επιβαρύνονται με παρόμοιες υποχρεώσεις, είναι δυνατόν οι υποχρεώσεις αυτές να συνιστούν εμπόδιο στην δυνατότητα των εγχώριων προμηθευτών να είναι ανταγωνιστικοί. Επιπλέον, η αξία της εμπορικής εγγύησης τελικώς μεταφέρεται στους καταναλωτές μέσω μιας αυξημένης (μερικώς, τουλάχιστον) τιμής του προϊόντος.

5) Παρακολούθηση και αναθεώρηση εντός δύο ετών του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν στην πράξη οι μηχανισμοί Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ADR) μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών, ώστε να αποφεύγονται δυνητικές καθυστερήσεις και συνωστισμοί.Ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι το γεγονός πως στην Ελλάδα δεν ξεκινά η διαδικασία από μία ελάχιστη αξία προϊόντων και άνω και επίσης η υπηρεσία παρέχεται δωρεάν από τον Συνήγορο του Καταναλωτή μπορεί να οδηγήσει σε καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Επιπρόσθετο δυνητικό αποτέλεσμα θα ήταν να καταλήγουν περισσότερες διαφορές ενώπιον των δικαστηρίων δημιουργώντας περαιτέρω καθυστερήσεις, δεδομένων μάλιστα και των προβλημάτων που ήδη υπάρχουν στο δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα (καθυστερήσεις στις εκδικάσεις των υποθέσεων και στην έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων, μεγάλος αριθμός εκκρεμών υποθέσεων, έλλειψη εξειδικευμένων δικαστηρίων, χαμηλή διείσδυση της πληροφορικής κλπ).

6) Η απλοποίηση και κωδικοποίηση της κύριας νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή και η ρητή κατάργηση των παρωχημένων και μη ισχυουσών διατάξεων στον τομέα αυτόν.

Η κατακερματισμένη νομοθεσία και η πρακτική της συνεχούς τροποποίησης του νόμου βάσει υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση (του ίδιου νόμου) έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση αυξημένης νομικής αβεβαιότητας και αυξημένα νομικά κόστη για τους προμηθευτές. Προμηθευτές και καταναλωτές πρέπει να κάνουν εκτεταμένη έρευνα για να καταλάβουν ακόμη και ποιες διατάξεις ισχύουν και ποιές όχι.

Ο ΟΟΣΑ συστήνει την ρητή και σαφή κατάργηση των παρωχημένων διατάξεων και επίσης συστήνει την απλοποίηση και κωδικοποίηση του Ν. 2251/1994, η οποία θα επιλύσει σε μεγάλο βαθμό την σύγχυση και την ασυνέπεια που προκύπτουν από την κατακερματισμένη νομοθεσία.

7) Απαλλαγή των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών (ISPs), συμπεριλαμβανομένων των πλατφορμών ηλεκτρονικού εμπορίου από τη γενική υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας των πληροφοριών που διαβιβάζουν ή αποθηκεύουν ότι παρέχουν μόνο υπηρεσίες «φιλοξενίας». 

Ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου για το ηλεκτρονικό εμπόριο αναμένεται να δώσει ώθηση στον κλάδο, ο οποίος υστερεί στην Ελλάδα, αν και την ίδια ώρα παρουσιάζει πολύ σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης. Αποκαλυπτικά είναι τα τελευταία στοιχεία της Eurostat:  μόλις 6% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα – με απασχόληση 10 ατόμων και άνω – σημείωσαν διαδικτυακές πωλήσεις το 2015 (9% το 2014). Η αξία των πωλήσεων ηλεκτρονικού εμπορίου αντιπροσωπεύει το 1% των πωλήσεών των ελληνικών επιχειρήσεων με απασχόληση 10 ατόμων και άνω (2% το 2014).  Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 17% (15% το 2014) – τόσο σε αριθμό επιχειρήσεων όσο και σε αξία πωλήσεων.

Από την άλλη σύμφωνα με τα στοιχεία της Ecommerce Europe που αποτελεί το συλλογικό όργανο εκπροσώπησης των επιχειρήσεων του ηλεκτρονικού εμπορίου ο τζίρος από το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 18,8% το 2015 σε σύγκριση με το 2014 φτάνοντας τα 3,8 δισ. ευρώ, ενώ για το 2016 προβλέπεται ανάπτυξη 10,5% με τον τζίρο να εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 4,2 δισ. ευρώ.