Ειδήσεις
Home / Top Slider / Coffee Island: Μοναδική ελληνική επιχείρηση, στις 1.000 ταχύτερα αναπτυσσόμενες στην Ευρώπη

Coffee Island: Μοναδική ελληνική επιχείρηση, στις 1.000 ταχύτερα αναπτυσσόμενες στην Ευρώπη

Οι Financial Times ανακοίνωσαν, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, την ετήσια κατάταξη με τις 1.000 ταχύτερα αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις στην Ευρώπη, με βάση τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των εσόδων τους μεταξύ του 2014 και του 2017.

Η Coffee Island, είναι η μοναδική ελληνική εταιρεία που βρέθηκε στη λίστα καταλαμβάνοντας την 657η θέση.  Με όχημα την ανθρώπινη ομάδα της, τις αξίες και την προσήλωση στην αποστολή της, την καινοτομία και την έρευνα, η εταιρία με έδρα την Πάτρα, λίγους μήνες μετά την ανάδειξή της ως η καλύτερη αλυσίδα καφέ στη Νότια Ευρώπη, κατατάσσεται ανάμεσα στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές εταιρίες, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου (54,6%) και έσοδα 2,7 εκατ. Ευρώ για το 2017.

Με το δίκτυο των καταστημάτων της εταιρείας να αγγίζει τα 421 σημεία σε Ελλάδα, Κύπρο, Αγγλία και Καναδά η Coffee Island συνεχίζει την ανοδική της πορεία τοποθετώντας πάντα στην κορυφή της πυραμίδας τον επαγγελματία πίσω από το espresso bar αλλά και τον συνεργάτη franchisee που έχει εμπιστευτεί το όραμα της: την παροχή ενός σταθερά άψογου και υψηλής ποιότητας προϊόντος στον καθημερινό επισκέπτη που επιλέγει οποιοδήποτε κατάστημα του δικτύου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για την ένταξη στο FT 1000 με τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις στην Ευρώπη, τα κριτήρια που πρέπει να πληροί μια εταιρεία είναι τα εξής:

– Έσοδα τουλάχιστον 100.000 ευρώ το 2014 (ή ισοδύναμη αξία συναλλάγματος σύμφωνα με τον μέσο όρο ισοτιμίας της χρήσης).
– Έσοδα ύψους τουλάχιστον 1,5 εκατ. ευρώ το 2017 (ή ισοδύναμη αξία συναλλάγματος σύμφωνα με τον μέσο όρο ισοτιμίας της χρήσης).
– Η εταιρεία να είναι ανεξάρτητη (δηλαδή να μην είναι θυγατρική ή υποκατάστημα άλλης εταιρείας).
– Η αύξηση των εσόδων στο διάστημα 2014 και 2017 να προέρχεται από την οργανική ανάπτυξη της εταιρείας.
– Σε περίπτωση που η εταιρεία είναι εισηγμένη, η τιμή της μετοχής της να μην έχει μειωθεί κατά ή περισσότερο από 50% από το 2017.