Σε χαμηλά επίπεδα έχει οδηγήσει η ύφεση την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εκτός σπιτιού διασκέδαση (μπαρ, εστιατόρια).
Όπως αναφέρεται σε νέα μελέτη της Infobank Hellastat Α.Ε., για τον εγχώριο κλάδο της παραγωγής και χονδρικού εμπορίου αλκοολούχων ποτών, αρνητικά στην κατανάλωση έχουν επιδράσει και οι διαδοχικές αυξήσεις στη φορολογία, καθώς ο Ε.Φ.Κ. από τις αρχές του 2009 έχει αυξηθεί κατά 125% και πλέον διαμορφώνεται σε €25,50 ανά λίτρο. Στα τοπικά αποστάγματα ο Ε.Φ.Κ. υπολογίζεται στο ήμισυ του φόρου των εισαγόμενων αλκοολούχων (δηλαδή €12,75 ανά λίτρο).
Βάσει εκτιμήσεων της αγοράς, η συνολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών το 2013 διαμορφώθηκε σε επίπεδο χαμηλότερο των 120.000 εκατόλιτρων, από 226.000 εκατόλιτρα το 2008, σημειώνοντας έτσι υποχώρηση μεγαλύτερη από 45% κατά την περίοδο αυτή. Πάντως, η κάμψη της τελευταίας χρονιάς ήταν αρκετά μικρότερη σε σχέση με τους ρυθμούς πτώσης των προηγούμενων ετών. Οι μεγαλύτερες απώλειες εντοπίστηκαν στο ουίσκι, το οποίο καταλαμβάνει πάνω από το 30% του συνολικού όγκου, και ακολούθως στο ούζο.
Η κατανάλωση των εγχωρίως παραγόμενων ποτών ακολουθεί την πτωτική πορεία που χαρακτηρίζει και τα εισαγόμενα προϊόντα. Το 2013 καταναλώθηκαν 57.371 εκατόλιτρα, ποσότητα χαμηλότερη κατά 7,1% σε σχέση με το 2012. Η κατανάλωση ούζου υποχώρησε περαιτέρω κατά 4,5%, στα 33.283 εκατόλιτρα, σημειώνοντας επιβράδυνση μετά την πτώση του 2012 (-27%).
Ωστόσο, η δραστηριότητα της εγχώριας ποτοποιίας το 2013 εμφάνισε σταθεροποίηση, με τη συνολική παραγωγή να αυξάνεται οριακά κατά 1% στα 167.860 εκατόλιτρα, υπό την ευνοϊκή επίδραση των εξαγωγών. Επομένως, οι εταιρείες του κλάδου -και κυρίως αυτές που παράγουν ούζο- μπόρεσαν να προστατευθούν το τελευταίο έτος από τη φθίνουσα εγχώρια κατανάλωση, επωφελούμενες από τη ζήτηση από το εξωτερικό.
Το περιορισμένο εισόδημα και οι υψηλές τιμές διαφοροποίησαν την καταναλωτική συμπεριφορά, η οποία αποτυπώθηκε στη στροφή από τα ακριβότερα «ισχυρά» οινοπνευματώδη ποτά σε επιλογές χαμηλότερου κόστους, όπως η μπύρα και το κρασί, αλλά και σε ελληνικά προϊόντα (π.χ. τσίπουρο και ούζο). Ωστόσο οι ποτοποιίες και οι εταιρείες χονδρικής εμπορίας δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν πλήρως αυτή την αλλαγή, καθώς οι Έλληνες καταναλωτές στράφηκαν κυρίως στις χύμα, φθηνότερες ποσότητες.
Η αύξηση της φορολογίας οδήγησε σε ραγδαία άνοδο του λαθρεμπορίου και της νοθείας, γεγονός που προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό και υψηλά διαφυγόντα έσοδα από τα κρατικά ταμεία. Οι παράνομες πρακτικές ευνοούνται ιδιαίτερα στον τομέα του τσίπουρου λόγω της ξεπερασμένης νομοθεσίας, η οποία επιτρέπει την ανεξέλεγκτη απόσταξη από χιλιάδες διήμερους παραγωγούς. Οι τελευταίοι διοχετεύουν στα κανάλια εμπορίας σημαντικές χύμα ποσότητες, καθώς δεν ελέγχονται για τις ποσότητες που παράγουν και διακινούν.
Σύμφωνα με τον κ. Χρυσόστομο Κάτση, διευθύνοντα σύμβουλο της Infobank Hellastat, «Ο κλάδος θα εξέλθει του τέλματος των προηγούμενων ετών μέσω της σταδιακής μείωσης του Ε.Φ.Κ., καθώς η υψηλή φορολόγηση έχει περιορίσει σημαντικά η κατανάλωση. Ακόμα, ζητείται η εντατικοποίηση των ελέγχων στα σύνορα και στην εγχώρια αγορά, ώστε να περιοριστεί το μέγεθος του λαθρεμπορίου και της νοθείας, αλλά και η παράνομη εμπορία τσίπουρου από τους διήμερους παραγωγούς».
Χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου
Α) Παραγωγή αλκοολούχων ποτών
Στη μελέτη της Infobank Hellastat αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις 32 επιχειρήσεων. Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν συνοψίζονται στα εξής:
-Ο Κύκλος Εργασιών του δείγματος το 2013 σημείωσε ήπια άνοδο 3,3%, στα €95,63 εκ.
-Τα ΚΠΤΦΑ διαμορφώθηκαν σε €11,70 εκ., έχοντας αυξηθεί κατά 9% σε σχέση με το 2012, ενώ τα προ φόρων κέρδη ενισχύθηκαν σημαντικά κατά 70%, στο ύψος των €5,36 εκ.
– Το περιθώριο ΚΠΤΦΑ αυξήθηκε σε 9,5%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης των ΚΠΦ ενισχύθηκε σε 3,8%.
– Η κεφαλαιακή μόχλευση βελτιώθηκε περαιτέρω φτάνοντας στο 0,9 προς 1.
– Ο εμπορικός κύκλος διαμορφώθηκε σε 153 ημέρες.
Β) Χονδρικό εμπόριο αλκοολούχων ποτών
Στη μελέτη αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις 121 επιχειρήσεων χονδρικής εμπορίας. Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν συνοψίζονται στα εξής:
-Το 2013 οι Πωλήσεις σημείωσαν επιβράδυνση του ρυθμού κάμψης σε 3,1%, στο ύψος των €715,44 εκ.
– Τα συνολικά ΚΠΤΦΑ διαμορφώθηκαν σε €46,30 εκ., (+6,6%), ενώ τα ΚΠΦ ενισχύθηκαν σημαντικά κατά 51%, σε €26,35 εκ.
– Τα περιθώρια ΚΠΤΦΑ και ΚΠΦ ενισχύθηκαν σε 4,9% και 2,1% αντίστοιχα.
– Ο δείκτης Ξένων προς Ίδια Κεφάλαια διαμορφώθηκε το 2013 σε 1,7 προς 1.
– Ο εμπορικός κύκλος του δείγματος διαμορφώθηκε στο ευνοϊκό επίπεδο των 48 ημερών.